Ο μακάριος ο αββάς Παύλος ο απλός, ο μαθητής του αγίου Αντωνίου, διηγήθηκε στους πατέρες το εξής περιστατικό.

Πήγε κάποτε σε ένα μοναστήρι, για να δει και να ωφελήσει τους αδελφούς, οι οποίοι, μετά τη συνηθισμένη τους συνομιλία, πήγαν μέσα στην αγία εκκλησία του Θεού για να τελέσουν τη συνηθισμένη ακολουθία.

Ο μακάριος Παύλος, όπως είπε, παρατηρούσε τον καθένα που έμπαινε στην εκκλησιά, με ποια ψυχική κατάσταση άραγε μπαίνει για την ακολουθία – γιατί είχε λάβει και αυτό το χάρισμα από τον Κύριο, να βλέπει τον καθένα πώς είναι στην ψυχή, όπως εμείς βλέπουμε τους άλλους στο πρόσωπο.

Και ενώ όλοι έμπαιναν με λαμπερή όψη και φωτεινό πρόσωπο, και ο άγγελος του καθενός χαιρόταν γι’ αυτόν, είδε, όπως είπε, έναν να μπαίνει μαύρος και κατασκότεινος σε όλο το σώμα, και δαίμονες από τις δυο πλευρές να τον κρατούν γερά και να τον τραβούν με το χαλινάρι που του είχαν βάλει στη μύτη, ενώ ο άγιος άγγελός του ακολουθούσε από μακριά σκυθρωπός και θλιμμένος.

Ο Παύλος έβαλε τότε τα κλάματα, χτύπησε με το χέρι το στήθος του και κάθισε μπροστά στην εκκλησία, θρηνώντας απαρηγόρητα αυτόν που είδε σε τέτοια κατάσταση.

Όταν οι αδελφοί είδαν την παράξενη στάση του και την ξαφνική μεταβολή του και ότι άρχισε να κλαίει και να πενθεί, τον ρωτούσαν και τον παρακαλούσαν να τους πει γιατί κλαίει, νομίζοντας ότι το κάνει επειδή τους θεωρεί κακούς όλους.

Επιπλέον, τον παρακαλούσαν να έρθει μαζί τους στην ακολουθία, ο Παύλος όμως τους απώθησε και καθόταν έξω, θρηνώντας πολύ γι’ αυτόν που είδε σε τέτοια κατάσταση.

Μετά από λίγο, καθώς η ακολουθία τελείωσε και όλοι έβγαιναν, ο Παύλος παρατηρούσε πάλι τον καθένα, θέλοντας να δει σε τι κατάσταση βγαίνουν.

Είδε τότε τον αδελφό εκείνο, που προηγουμένως είχε μαύρο και κατασκότεινο όλο το σώμα, να βγαίνει από την εκκλησία με λαμπερό το πρόσωπο και λευκό το σώμα, τους δαίμονες να ακολουθούν από μακριά και τον άγιο άγγελο κοντά του να τον συνοδεύει γεμάτος χαρά.

Ο Παύλος αναπήδησε με χαρά και δοξολογούσε τον Θεό φωνάζοντας: «Ω την ανείπωτη φιλανθρωπία και αγαθότητα του Θεού!».

Και αφού έτρεξε και ανέβηκε σε κάποιο ψηλό σκαλοπάτι, φώναζε: «Ελάτε να δείτε τα έργα του Θεού, πόσο συγκλονιστικά και καταπληκτικά είναι! Ελάτε να δείτε Αυτόν που θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να φτάσουν στην επίγνωση της αληθείας! Ελάτε να τον προσκυνήσουμε και να πέσουμε μπροστά του και να πούμε ‘Μόνο εσύ μπορείς να συγχωρείς αμαρτίες’».

Έτρεξαν αμέσως όλοι με βιασύνη, θέλοντας να ακούσουν τι θα πει. Όταν μαζεύτηκαν όλοι, ο Παύλος διηγήθηκε αυτά που είδε πριν να μπει ο αδελφός στην εκκλησία και όσα πάλι είδε μετά, και ζήτησε από εκείνον να πει την αιτία για την οποία ο Θεός του χάρισε ξαφνικά τέτοια μεταβολή.

Και ο αδελφός, καθώς φανερώθηκε από τον Παύλο, διηγήθηκε μπροστά σε όλους, χωρίς να κρυφτεί, τα σχετικά με τον εαυτό του.

«Εγώ», είπε, «είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και από πολύν καιρό μέχρι τώρα ζούσα στην πορνεία. Τώρα όμως που μπήκα στην αγία εκκλησία του Θεού, άκουσα να διαβάζουν τον άγιο προφήτη Ησαΐα, ή μάλλον τον Θεό άκουσα που μέσω εκείνου έλεγε ‘Λουστείτε, γίνετε καθαροί, πετάξτε από τις καρδιές σας τις κακίες μπροστά στα μάτια μου, μάθετε να κάνετε το καλό. Και αν είναι οι αμαρτίες σας κατακόκκινες, θα τις λευκάνω σαν το χιόνι. Και αν θελήσετε να με ακούσετε, θα φάτε τα αγαθά της γης’» (Ησ. 1, 16 – 19).

«Εγώ ο πόρνος», συνέχισε, «όταν άκουσα τα λόγια του προφήτη, ένιωσα κατάνυξη στην ψυχή μου, στέναξα από μέσα μου και είπα στον καλό Θεό ‘Θεέ μου, εσύ που ήρθες στον κόσμο να σώσεις τους αμαρτωλούς, αυτά που τώρα υποσχέθηκες μέσω του προφήτη σου (Πρβ. Α’ Τιμ. 1, 15), εκπλήρωσέ τα και σ’ εμένα τον αμαρτωλό και ανάξιο.

Και εγώ από τώρα σου δίνω το λόγο μου και συμφωνώ και σου υπόσχομαι με την καρδιά μου ότι δεν θα ξανακάνω κάτι κακό, αλλά απαρνούμαι κάθε παρανομία και θα σε υπηρετήσω από εδώ και πέρα με καθαρή συνείδηση.

Σήμερα, Κύριε, και από αυτήν την ώρα, δέξου με καθώς μετανοώ και πέφτω μπροστά σου και απομακρύνομαι από κάθε αμαρτία’».

«Με αυτές, λοιπόν, τις υποσχέσεις», κατέληξε, «βγήκα από την εκκλησία αποφασισμένος να μην ξανακάνω τίποτε φαύλο μπροστά στον Θεό». Όταν τα άκουσαν αυτά, όλοι κραύγασαν με μια φωνή στον Θεό: «Πόσο θαυμαστά είναι τα έργα Σου, Κύριε! Όλα τα έκανες με σοφία!» (Ψαλμ. 103, 24).

ΠΗΓΗ : “ΘΑΒΩΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ”, εκδ. Ι. Ν. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ – Ι. M. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, τευχ. 40, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2015, σ. 6 κ.ε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ