Πριν την Μεγάλη είσοδο, ο Βυζαντινός χορός ψάλλει μετά κατανύξεως τον Χερουβικό ύμνο. Περί αυτού μας κληροδοτεί ο Κεδρηνός, ότι εισήχθη στην λατρεία τους χρόνους του ευσεβούς Βασιλέως Ιουστίνου (565 – 578), ανεψιού και διαδόχου του Ιουστινιανού.
Ειδικότερα, μας λέγει ότι κατά τον ένατο χρόνο της βασιλείας του, καθιερώθηκε να ψάλλεται κατά την Μεγάλη Πέμπτη ο ύμνος : «Του δείπνου σου του Μυστικού………….».
Τον καιρό εκείνο, ήλθε στη Βασιλεύουσα προς προσκύνηση και ευλογία των χριστιανών, η αχειροποίητος εικών, όπως λέγει από την κώμη των Καμουλιανών της Καππαδοκίας και τεμάχιο Τίμιου Ξύλου από την Απαμεία της δευτέρας Συρίας και έτσι καθιερώθηκε να ψάλλεται και ο Χερουβικός ύμνος, διά του οποίου καλούμεθα όπως τα εικονιζόμενα Χερουβείμ και οι Αγγελικές δυνάμεις, να διώξουμε κάθε βιοτική και κοσμική μέριμνα και έγνοια, επειδή θα υποδεχθούμε τον Βασιλέα της δόξης, τον Κύριό μας και Θεό μας, προπεμπόμενο, υμνούμενο και βασταζόμενο υπό των Αγγελικών αῢλων τάξεων και δυνάμεων αοράτως, ο οποίος προσέρχεται σε μυστική θυσία υπέρ υμών.
Αυτό συμβολίζουν και τα ριπίδια τα οποία έσειαν οι διάκονοι πάνω από τα Τίμια Δώρα, καθότι κι αυτά είναι εις τύπον των Χερουβείμ, τα οποία παρίστανται ενώπιον του Βασιλέως με φόβο και τρόμο.
Αυτή είναι και η αιτία της ευχής που διαβάζει ο Λειτουργός : «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν ή λειτουργείν σοι, Βασιλεύ της δόξης……………».
ΠΗΓΗ : ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙ, ΙΕΡΑ ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ, ΕΝΕΤΙΗΣΙΝ ΑΧΠΑ΄ (1681), σ. 111.