Μωϋσῆς
Μοναχὸς, Ἁγιορείτης
Ἴσως σκεφθεῖ κάποιος δικαιολογημένα, τί ἔχει νὰ πεῖ ἕνας ἀπομακρυσμένος Ἁγιορείτης μοναχὸς γιὰ τὴν οἰκογένεια, γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὴν ἀνατροφὴ τῶν τέκνων τους; Ὅμως, ὁ μοναχὸς δὲν εἶναι ἀνέραστος, μισόκοσμος καὶ ἀπομονωμένος. Ὁ μοναχὸς εἶναι εὐχέτης ὑπὲρ ὅλης τῆς οἰκουμένης.
Πάντοτε, ἡ Ἐκκλησία ἤθελε νὰ ἀκούει τοὺς μοναχούς. Στὴν ἱερὰ ἡσυχία ὁ μοναχὸς σοφίζεται, φωτίζεται, ἀγωνιζόμενος καὶ καθαιρόμενος. Παρατηρεῖ, λοιπὸν, τοὺς ἀσκητὲς νὰ μηνύουν στὸν ἄστατο κόσμο τὸ «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». Ἡ μεγάλη τρυφὴ τοῦ κόσμου, ἡ ὑπερκαταναλωτικὴ κοινωνία, ἡ εὐδαιμονία, ἡ εὐμάρεια δὲν εἶναι διόλου θετικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὸ Ἅγιον Ὅρος ἀνησυχεῖ γιὰ τὴν κατιούσα πορεία τοῦ κόσμου. Γιὰ τὶς ἀνίερες ἰδέες ποὺ ἀκούγονται πρώτη φορᾶ στὸν νεοελληνικὸ βίο γιὰ συμβίωση μόνιμη καὶ νόμιμη ἀγάμων, ἀκόμη καὶ ὁμοφυλοφίλων, γιὰ τὴν ἔξαρση τῆς μοιχείας, τὴν αὔξηση τῶν διαζυγίων.
Καθημερινὰ ἔρχονται θλιμμένοι καὶ προβληματισμένοι ἄνθρωποι στὸ Ἅγιον Ὅρος, πνιγμένοι στ’ ἀδιέξοδα ἀπὸ μία ἀνοημάτιστη ζωή, ἕνα λανθασμένο τρόπο βίου.
Ἰδιαίτερα μᾶς προβληματίζει ἡ ἀδιαφορία τῶν νέων, μὲ τὰ πολλὰ ψυχικὰ τραύματα. Ταπεινὰ φρονοῦμε πὼς ἕνα ἀκόμη ὀχυρὸ εἶναι ἡ οἰκογένεια, παρὰ τὰ ὅποια προβλήματά της. Τὴν οἰκογένεια ἀποτελοῦν οἱ γονεῖς καὶ τὰ παιδιά.
Περὶ αὐτῶν, ἁπλὰ καὶ πρακτικὰ θὰ μιλήσουμε μὲ πόνο καὶ ἀγάπη, ὄχι ὡς δάσκαλοι ἀλλὰ ως συμπαθοῦντες ἀδελφοί.
Τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἔφερε μέσα στὴν οἰκογένεια ταραχή, ἀποσύνδεση ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν δικαιωμάτων, ρήξη καὶ διαμάχη. Ἡ ἀντιλογία, ἡ γκρίνια, ὁ καυγᾶς, ἡ ἀπειλή, ἡ ψυχρότητα σκιάζουν ὅλα τὰ σπίτια. Ἀπουσιάζει ἡ ἀλληλοπεριχώρηση, ἡ ἀλληλοκατανόηση καὶ ὁ ἀλληλοσεβασμός.
Η ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ θὰ μᾶς ἐπαναφέρει μόνο στὴν εὐθεία. Τότε εἶναι περιττὲς ὅποιες ἄλλες γνῶμες, νουθεσίες καὶ συμβουλές. Η ἀπεκκλησιοποίησή μας θέριεψε τὸ ἐγώ μας καὶ μᾶς θέλει κυρίαρχους κι ἐξουσιαστὲς τῶν πάντων ἀκόμη καὶ τῶν πολὺ δικῶν μας ἀνθρώπων, τῶν συζύγων, τῶν παιδιῶν.
Ὅταν λέμε ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ, δὲν θεωροῦμε μία γενικὰ καλὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, μία πίστη σ’ ἕνα ἀνώτατο ὄν, μία εὐχάριστη ἰδεολογία. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγκεκριμένη, μὲ ὀρθὴ πίστη στὸν ζῶντα Τριαδικὸ Θεό, λατρευτικὴ ζωή, ἀγωνιστικὴ πορεία καθάρσεως κι ἁγιασμοῦ.
Οἱ γονεῖς ἀξίζει ἀπὸ μικρὰ νὰ ὁδηγοῦν τὰ παιδιὰ τους τακτικὰ στὴν ἐκκλησία. Νὰ συνηθίζουν νὰ λειτουργοῦνται, ν’ ἀσπάζονται τὶς εἰκόνες, νὰ κάνουν σωστὰ τὸν σταυρό τους, νὰ κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ἂς εἶναι ζωηρὰ καὶ ἄτακτα, ἂς κλαῖνε, δὲν πειράζει, μαθαίνουν, μυρίζουν τὰ ροῦχα τους λιβάνι, εὐλογοῦνται, ἁγιάζονται.
Μὲ μεγάλη μου λύπη εἶδα σὲ Ὀρθόδοξους ναοὺς στὴν Ἀμερικὴ, τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας, νὰ εἶναι στὸ ὑπόγειο τὰ παιδάκια μὲ τὴ νηπιαγωγό, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλοῦν στὸ ναὸ τοὺς προσευχόμενους…
Εἶναι ἀπαραίτητο ἀπὸ μικρὰ τὰ παιδιὰ νὰ μάθουν τὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό. Ἂς μὴν καταλαβαίνουν, ἡ Χάρη ἐνεργεῖ πλούσια ἐντός τους.
Μὲ τὸ «δι’ εὐχῶν» δὲν τελειώνει ἡ θεία λειτουργία καὶ τὰ «θρησκευτικά μας καθήκοντα». Χριστιανοί δὲν εἴμαστε μόνο στὴν ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ ἐπεκταθεῖ στὸ σπίτι μας. Νὰ ὑπάρχει ἐκεῖ τὸ προσευχητάρι, ὄχι μόνο στὶς δύσκολες ὧρες, ἀλλὰ καθημερινά.
Ἐκεῖ ν’ ἀρχίζει καὶ νὰ τελειώνει ἡ ἡμέρα. Μακάρι νὰ εἶναι ὅλη μαζὶ ἡ οἰκογένεια. Ἂν εἶναι δύσκολο κι ἕνας-ἕνας. Τί ὡραῖο νὰ συνδεθεῖ κανεὶς ἀπὸ μικρὸς μὲ τὴν προσευχή! Δὲν θὰ ἔχει ποτὲ μοναξιά. Θὰ ἔχει ἀνοικτὸ μόνιμο διάλογο μὲ τὸν Θεό.
Ἂν κανεὶς παραπονεῖται ἀπὸ ἔλλειψη χρόνου, μπορεῖ νὰ προσεύχεται καὶ στὸν δρόμο καὶ στὸ αὐτοκίνητο καὶ στὸ γραφεῖο. Δὲν χρειάζονται βιβλία καὶ γνώσεις, κι ἕνα «Κύριε ἐλέησον» ἐγκάρδιο εἶναι ὡραῖα προσευχή.
Ἀρκεῖ νὰ γίνεται μὲ συναίσθηση. Μὲ ταπείνωση. Οἱ μητέρες, οἱ νοικοκυρές, οἱ δασκάλες, οἱ νοσοκόμες, ὅλες οἱ γυναῖκες, οἱ ἄνδρες στὰ κτήματα, στὶς οἰκοδομές, στὶς τράπεζες, στὰ ταξίδια, τὰ παιδιὰ καὶ στὸ παιχνίδι καὶ στὸ σχολεῖο καὶ στὸ δωμάτιό τους μποροῦν νὰ λένε μία μικρὴ προσευχὴ μόνο πέντε μικρῶν λέξεων: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!»
Νὰ μάθει κανεὶς ἀπὸ νωρὶς νὰ κάνει τὸν σταυρό του, ποὺ ξυπνᾶ, ποὺ κοιμᾶται, ποὺ ξεκινᾶ κι ἐπιστρέφει στὸ σπίτι, ποὺ ἀρχίζει καὶ τελειώνει τὸ φαγητό του ἢ τὴν ἐργασία του, ποὺ πιάνει τὸ τιμόνι ἢ τὸ μολύβι.
Τί ὡραία νὰ ζητᾶμε πάντα τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλα! Καὶ θὰ τὴν ἔχουμε. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει, γιὰ νὰ δίνει σὲ αὐτοὺς ποὺ Τοῦ ζητοῦν, γιὰ νὰ ἀνοίγει σὲ αὐτοὺς ποὺ Τοῦ κρούουν, γιὰ νὰ ἀκούει αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται.