Κάποτε ἕνας Χριστιανός ἠθέλησε νά ἐρωτήσει τόν βασιλιᾶ ἐάν σωθεῖ. Καί ὁ βασιλιᾶς ἐπειδή ἦτο καί αὐτός Χριστιανός, τοῦ εἶπε:
– Ἐάν σωθεῖς, πρέπει νά κάνεις τοῦτο πού θά σοῦ πῶ: θά ξεκινήσεις τήν τάδε ἡμέρα καί θά πάρεις ἕνα δοχεῖο μέ λάδι καί θά κατέβεις εἰς τήν πόλη. Καί θά σέ ἔχω κοντά σου, δύο στρατιῶτες μέ τό σπαθί.
Ἐάν χύσεις μία σταγόνα ἀπό τα λάδι ἐκεῖνο, θά σοῦ κόψουν τό κεφάλι! Ἐάν δέν χύσεις οὔτε μία σταγόνα ἀπό τό λάδι ἐκεῖνο καί κάνεις τόν γῦρο μέσα εἰς τήν πόλη καί ἐπιστρέψεις ἐδῶ καί δέν χύσεις τίποτε, τότε θά σοῦ πῶ καί τόν τρόπο πού θά σωθεῖς!
Πραγματικά ἦρθε ἡ καθορισμένη μέρα, ἐπῇρε,ἐπῆρε τό δοχεῖο μέ τό λάδι, γεμᾶτο ἕως πάνω καί ξεκίνησε νά κατέβει εἰς τήν πόλη, ἀλλά ἦταν τόσο προσεκτικός, οὕτως ὥστε, δέν ἔχυσε οὔτε μία σταγόνα λαδιοῦ!
Ὅταν ἐπέστρεψε εἰς τό παλάτι, τοῦ λέγει ὁ βασιλιᾶς:
– Τί εἶδες εἰς τήν πόλη;
– Τίποτα δέν εἶδα!
– Γιατί;
– Διότι πρόσεχα νά μήν χύσω τό λάδι…
– Αὐτό πρέπει νά κάνεις καί ἐσύ γιά νά σωθεῖς! Νά βλέπεις τό λάδι τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς σου πού κρατᾶς καί ὄχι τό τί κάνουν οἱ ἄλλοι.
Ὁ κάθε ἕνας νά βλέπει τή σωτηρία του, νά βλέπει πώς θά σωθεῖ καί ὄχι τό τί κάνουν οἱ ἄλλοι. Ὁ καλός ὁ Χριστιανός βλέπει τόν ἑαυτόν του, δέν βλέπει τούς ἄλλους…
Διήγηση μακαριστού Γέροντα Σάββα Αχιλλέως