Ἀββὰς Ἠσαΐας
Ὅποιος ἔχει τὴν ταπεινοφροσύνη, δὲν ἔχει γλώσσα νὰ κάνει παρατήρηση σὲ κάποιον ποὺ δείχνει ἀμέλεια ἢ σὲ ἄλλον ποὺ ζεῖ μὲ ἀδιαφορία. Οὔτε μάτια ἔχει νὰ κοιτάζει ἐλαττώματα ἄλλου, οὔτε αὐτιὰ ἔχει νὰ ἀκούσει αὐτὰ ποὺ δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή του.
Δέν ἀσχολεῖται μὲ κανέναν, παρὰ μόνο μὲ τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ εἶναι εἰρηνικὸς πρὸς ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιὰ χάρη τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοὺ καὶ ὄχι γιὰ λόγους φιλίας. Ἄν τώρα κάποιος νηστεύει ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ ἐπιδίδεται σὲ μεγάλους κόπους ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν δρόμο, ὅλοι οἱ κόποι του πηγαίνουν χαμένοι.
Ἀδελφέ, συνήθισε τὴ γλώσσα σου νὰ λέει τὸ «συγχώρησέ με», καὶ θὰ ἔρθει μέσα σου ἡ ταπείνωση. Αγάπησε τὴν ταπείνωση, καὶ αὐτὴ θὰ σὲ σκεπάσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου.
Ποτὲ μὴ βαρεθεῖς ἐξαιτίας κάποιου κόπου, γιατί ὁ κόπος, ἡ φτώχεια, ἡ ξενιτεία, ἡ κακοπάθεια καὶ ἡ σιωπὴ γεννοῦν τὴν ταπείνωση, καὶ ἡ ταπείνωση συγχωρεῖ κάθε ἁμαρτία. Νὰ ξέρεις μάλιστα τοῦτο: ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μὲ ἀμέλεια, νομίζει μέσα του ὅτι εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ.
Ἂν ὅμως ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ντρέπεται νὰ σηκώσει τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ μπροστὰ στὸν Θεό· γιατί τότε βλέπει τὸν ἑαυτὸ του πολὺ ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὸν Θεό.
Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο δούλους καὶ τοὺς ἔστειλε στὸ χωράφι του νὰ θερίσουν ὁρισμένη ἔκταση τὴν ἡμέρα ὁ καθένας. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔβαλε τὰ δυνατά του νὰ κάνει ὅλο ὅσο τὸν πρόσταξε ὁ κύριός του, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ τελειώσει, γιατί ἡ δουλειὰ ξεπερνοῦσε τὶς δυνάμεις του.
Ὁ ἄλλος βαρέθηκε καὶ εἶπε μέσα του: «Ποιὸς μπορεῖ νὰ κάνει τόση δουλειὰ σὲ μία μέρα;» Ἀδιαφόρησε λοιπὸν καὶ δὲν φρόντισε, ἀλλὰ ἔπεσε γιὰ ὕπνο· τὴ μία ὥρα κοιμόταν, τὴν ἄλλη χασμουριόταν, τὴν ἄλλη στριφογύριζε σὰν τὴν πόρτα γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά της (Παροιμ. 26:14), καὶ πέρασε ὅλη τὴ μέρα στὰ χαμένα.
Ὅταν ἦρθε τὸ βράδυ, πῆγαν καὶ οἱ δύο στὸν κύριό τους. Αὐτὸς τοὺς ἐξέτασε καί, ἀφοῦ ἔμαθε τὴ δουλειὰ τοῦ πρόθυμου, ἔστω καὶ ἂν δὲν πρόλαβε νὰ κάνει ὅσο προστάχτηκε, ἐκτίμησε τὴν προθυμία του καὶ τὸν τίμησε. Τὸν τεμπέλη ὅμως, ἐπειδὴ φάνηκε ἀδιάφορος, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ σπίτι του.
Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν ἂς μὴν ἀποθαρρυνθοῦμε μπροστὰ σὲ ὁποιονδήποτε κόπο καὶ δυσκολία, ἀλλὰ ἂς βάλουμε τὰ δύνατά μας μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ νὰ ἐργαζόμαστε μὲ ταπείνωση, καὶ πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους του ποὺ κοπίασαν πάρα πολύ.
Τὸ νὰ μὴν πληγώσεις τὴ συνείδηση τοῦ συνανθρώπου γεννᾶ τὴν ταπεινοφροσύνη· ἡ ταπείνωση γεννᾶ τὴ διάκριση, καὶ ἡ διάκριση ἐξουδετερώνει ὅλα τὰ πάθη, χωρίζοντας τὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ σοῦ ἔρθει ἡ διάκριση, ἂν προηγουμένως δὲν κάνεις σὰν τὸν γεωργὸ τὴν ἀπαραίτητη ἐργασία. Πρῶτα πρῶτα νὰ ἡσυχάσεις ἀπὸ ὅσα εἶναι ἀλλότρια τῶν μοναχῶν, πράγμα ποὺ γεννᾶ τὴν ἄσκηση.
Ἡ ἄσκηση γεννᾶ τὸ κλάμα· τὸ κλάμα γεννᾶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ· ὁ φόβος γεννᾶ τὴν ταπείνωση· ἡ ταπείνωση γεννᾶ τὴ διάκριση. Αὐτὴ γεννᾶ τὴν προόραση, καὶ ἡ προόραση τὴν ἀγάπη, ἐνῶ ἡ ἀγάπη θεραπεύει τὴν ψυχὴ ἀπὸ νόσους καὶ πάθη. Τότε –μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ– καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὸ νὰ μὴν πιστεύεις ὅτι ὁ κόπος σου εἶναι ἀρεστὸς στὸν Θεὸ κάνει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ φυλάει. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε τὴν καρδιά του στὸν Θεὸ μὲ εὐσέβεια καὶ εἰλικρίνεια, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἰδέα ὅτι ἄρεσε στὸν Θεό.
Ὅσο δηλαδὴ τὸν ἐλέγχει ἡ συνείδηση γιὰ κάποιες ἐκδηλώσεις τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἐλευθερία. Γιατί ὅσο ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ ἐλέγχει, ὑπάρχει καὶ αὐτὸς ποὺ κατηγορεῖ· καὶ ὅσο ὑπάρχει κατηγορία, δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία.