Ιερέας Αββακούμ
Στη Ρωσία, στα χρόνια του Τσάρου Νικολάου του Α΄, όταν επίσκοπος του Βλαντιμίρ (1821-1849) ήταν ο Παρθένιος Τσέρκωφ, τοποθετήθηκε ένας ιερέας, που τον έλεγαν Αββακούμ, στη φτωχότερη ενορία της επισκοπής του. Ήταν γιος νεκροθάφτη, νυμφεύτηκε μια φτωχή κοπέλα και ζούσαν με μεγάλη φτώχεια αλλά ο π. Αββακούμ ήταν ένας άνθρωπος πολλής προσευχής.
Ιδιαίτερα του άρεσε να προσεύχεται για τους νεκρούς. Είχε ένα σημειωματάριο, όπου έγραφε τα ονόματα όλων των νεκρών για τους οποίους είχε ακούσει. Όλους αυτούς δεν τους μνημόνευε μόνο στην προσκομιδή αλλά και στις ιδιαίτερες προσευχές του, το πρωί και το βράδυ. Έτσι η προσευχή του κρατούσε ώρες ολόκληρες.
Το γεγονός αυτό στενοχωρούσε τη σύζυγο του που συνήθιζε να του λέει:
-Πρέπει να σταματήσεις αυτές τις μακρές βοηθητικές προσευχές που κάνεις και να με βοηθάς στον κήπο και σε άλλες δουλειές. Είμαι πολύ κουρασμένη. Ούτε μοναχός είσαι ούτε έγκλειστος.
Αν θέλεις να προσεύχεσαι τόσο πολύ, πήγαινε στον επίσκοπο και ζήτησέ του να σου δώσει καλλίτερη ενορία, όπου θα μπορούμε να έχουμε ανθρώπους να μας βοηθούν. Τότε θα μπορείς να προσεύχεσαι όσο θέλεις.
Ο π. Αββακούμ της έλεγε πως η προσευχή είναι το πρώτο καθήκον του ιερέως και δεν πρέπει να το παραμελεί. Σχετικά με την καλλίτερη ενορία σκέφτηκε πως είναι ανοίκειο να τη ζητήσει από τον επίσκοπο. Έπρεπε να κάνουν υπομονή, ωσότου του προσφερθεί καλύτερη θέση. Η σύζυγος του συμφωνούσε απρόθυμα.
Στο μεταξύ άδειασε η καλλίτερη ενορία της επισκοπής, που βρισκόταν σε μια μεγάλη βιομηχανική πόλη. Ο επίσκοπος δέχτηκε πάνω από διακόσιες αιτήσεις για την ενορία αυτή, καθηγητών, κοσμητόρων, διδακτόρων Θεολογίας, πρωτοπρεσβυτέρων κτλ. Σχεδόν όλες οι αιτήσεις συνοδεύονταν από συστατικές επιστολές διακεκριμένων κληρικών και λαϊκών.
Όταν ο επίσκοπος είδε όλες αυτές τις αιτήσεις δεν μπόρεσε ν΄ αποφασίσει και πήγε για ύπνο. Δεν είχε κλείσει καλά καλά τα μάτια του, όταν μπροστά του είδε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων και των δύο φύλων ,κάθε ηλικίας και εμφανίσεως, που ζήτησαν όλοι τους με σεβασμό από τον επίσκοπο να διορίσει τον π. Αββακούμ στην κενή ενορία.
Ο επίσκοπος αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη του π. Αββακούμ. Αμέσως ξύπνησε έκανε τον σταυρό του και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Μπροστά του όμως εμφανίστηκε το ίδιο πλήθος προβάλλοντας το ίδιο αίτημα.
-Ποιοι είστε σεις, ρώτησε ο επίσκοπος και γιατί θέλετε τον π. Αββακούμ τόσο πολύ;
-Είμαστε νεκροί, που μας συγχώρεσε ο Θεός και μπήκαμε στη βασιλεία των ουρανών χάρη στις προσευχές του π. Αββακούμ, απάντησε το πλήθος και εξαφανίστηκε.
Το επόμενο πρωί ο επίσκοπος κάλεσε στη γραμματεία το εκκλησιαστικό συμβούλιο και ζήτησε να βρουν σε ποια ενορία διακονεί κάποιος ιερέας που τον λένε Αββακούμ και να τον καλέσουν στο Βλαντιμίρ.
Αποδείχτηκε πως σε όλη την επισκοπή υπήρχε μόνο ένας Αββακούμ. Τον επισκέφτηκε ο αγροτικός κοσμήτορας και του μετέφερε την εντολή να παρουσιαστεί στον επίσκοπο το συντομότερο δυνατό.
-Μήπως έκανες κάποιο σφάλμα ή αδίκημα πάτερ; Τον ρώτησε ανήσυχος ο κοσμήτορας.
– Όχι, όχι δε θυμάμαι κάτι τέτοιο, απάντησε ο π. Αββακούμ. Πηγαίνω με καθαρή συνείδηση, μόνο που δεν έχω χρήματα για το ταξίδι.
Ο κοσμήτορας του δάνεισε τα χρήματα και μετά από λίγες μέρες ο π.Αββακούμ παρουσιάστηκε στον επίσκοπο, που τον αναγνώρισε αμέσως από το όνειρο που είχε δει.
-Λοιπόν, π. Αββακούμ, είπε ο επίσκοπος ,είναι κενή η καλλίτερη ενορία της επΙσκοπής μου και γι’ αυτήν έχω λάβει διακόσιες πενήντα αιτήσεις. Πολλοί εξέχοντες άνθρωποι μου συνιστούν διάφορους ιερείς, όμως οι συνήγοροί σου από τον άλλο κόσμο ήταν πιο ισχυροί απ’ όλους.
Σε διορίζω λοιπόν εφημέριο αυτής της ενορίας κι όταν ακολουθήσω κι εγώ την πορεία όλων των ανθρώπων, σου ζητώ να εύχεσαι και για μένα. Κι έπειτα ο επίσκοπος διηγήθηκε στον π. Αββακούμ το όνειρό του.
Από το βιβλίο:
Όσιος Στάρετς Συμεών των Σπηλαίων του Πσκώβ
Αθήνα 2016, Π. Μπότση