Έχουμε πει πολλές φορές φορές ότι πιο φοβερή από την αμαρτία είναι η απελπισία. Γι’ αυτό η εκκλησία προσπαθεί να μας προφυλάξει από αυτήν με κάθε τρόπο, μια και ξέρει καλά ότι ο άνθρωπος είτε έτσι είτε αλλιώς θα αμαρτήσει.
Δεν γίνεται να μην συμβεί αυτό. Εκείνο όμως που πρέπει να αποφευχθεί είναι η απελπισία από την πτώση.
Ο Θεός δεν ζητάει, πολύ περισσότερο δεν χαίρεται με τις ενοχές και την απελπισία του ανθρώπου που λάθεψε στην ζωή του. Πολύ προτού εμείς πέσουμε σε μια αμαρτία γνωρίζει ότι αυτό θα συμβεί, γι’ αυτό για τον καθένα από εμάς έχει σχέδιο σωτηρίας.
Αρκεί εμείς να ευχαριστιακά να το αποδεχθούμε. Τίποτα ούτε η πτώση μας δεν μένει αναξιοποίητη από τον Θεό, για όλα έχει το σχέδιο του.
Γι αυτό καμία αμαρτία δεν μπορεί πλέον να σταθεί αιτία και εμπόδιο χωρισμού μας από το Θεό. Παρα μόνο εκείνη που δεν την μετανοούμε και δεν ζητάμε το έλεος του Θεού. Καμία αμαρτία και λάθος δε μπορεί να σταθεί μεγαλύτερο από το άπειρο αγαπητικό έλεος Του.
Ο Θεός μας αγαπάει παράφορα, μανικά, με πάθος και ερωτική φορά έως σταυρού και θανάτου, θανάτου που γεννά την ζωή.
Δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσει κανέναν πλάσμα του έξω απ την αγκαλιά του έστω κι εάν μια φορά του απλώσαμε το χέρι μας ακόμη και με δισταγμό. Αυτό το χέρι ο Θεός δεν θα το αφήσει ποτέ από το την αγαπητική παλάμη του. Αυτό ας μην το ξεχάσουμε ποτέ. Χέρι που απλώθηκε στο Θεό, εκείνος το κρατάει αιώνια.
Αναφέρεται στο βίο του Οσίου πατρός Ιωσήφ του Ησυχαστού, ότι κάποτε είχε πέσει σε θλίψη.
Ένας μεγάλος πειρασμός και μια σκληρή δοκιμασία, τον είχαν καταβάλει. Τόσο πολύ δε είχε ψυχικά κλονισθεί, που έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Μα θα πει κάποιος, «κλαίνε και οι άγιοι;». Βεβαίως και κλαίνε, και πονάνε, και λυπούνται και λιγοψυχούν. Είναι άνθρωποι καθόλα.
Δεν είναι ούτε φαντασιακά είδωλα, ούτε σούπερ ήρωες, άνθρωποι με σάρκα και οστά είναι, με ψυχή και συναισθήματα. Με αρετές αλλά και αμαρτίες. Ούτε τέλειοι είναι, ούτε αμόλυντοι, ούτε τα ξέρουν ή τα λύνουν όλα. Παλληκάρια της πίστεως είναι που παλεύουν γενναία και ειλικρινά.
Έτσι λοιπόν ο Όσιος Ιωσήφ, ευρισκόμενος μέσα στο μικροσκοπικό εκκλησάκι της καλύβης του, άρχισε να προσεύχεται κι από ανθρώπινο πόνο και παράπονο να κλαίει. Και εκεί, στα δάκρυα και την θλίψη, στην σιωπή της αγιορείτικης ησυχίας, εμφανίζεται η Παναγία.
Έτσι κάνει ο Θεός, εμφανίζεται όταν φτάσουμε στο μηδέν των αντοχών μας, και μας λέει ο λογισμός πάει τελείωσε. Αμ δε, τίποτε δεν τελειώνει για τον Θεό, όλα τα κάνει νέα και ευλογημένα, ακόμη και τα πιο δύσκολα.
Και του λέει η Παναγία μας, “Δεν σου είπα να έχεις την ελπίδα σου σε μένα; Γιατί απελπίζεσαι;” Και αυτός έσκυψε κάτω και άρχισε να κλαίει. Και του λέει η Παναγία: “Να ελπίζεις σε μένα και να μη χάνεις το θάρρος σου. “Και του λέει: “Έλα πάρε το Χριστό” και του έδωσε το Βρέφος.
Αυτός, λέει ο γέροντας, τόσο πολύ συνεστάλει, ντράπηκε που δεν τόλμησε να πάρει το Βρέφος. Και το μικρό παιδάκι, το Βρέφος, έφυγε από την αγκαλιά της μητέρας Του και τον αγκάλιασε και τον χάιδεψε τρεις φορές.
Αυτός ο τόπος μέχρι σήμερα, εκεί που στάθηκε η Παναγία και του είπε αυτά τα λόγια, αυτός ο τόπος ευωδιάζει. Πέρασαν τόσα χρόνια που κοιμήθηκε ο Άγιος, η σπηλιά δεν ξανακατοικήθηκε από τότε κι εκεί ο χώρος της Εκκλησίας που στάθηκε η Παναγία μέχρι σήμερα εκπέμπει άρρητον ευωδία. …..