«Ω Πατέρα μου! Είμαι παιδί σου με αίμα και σάρκα. Και γι’ αυτό υπόκειμαι στο νόμο της υλικής ανάγκης.
Με πιέζουν οι ανάγκες της υλικής μου φύσης. Οι πραγματικές, και τι πιο πολλές φορές οι πλαστές ή φανταστικές.
Μόνος μου δεν μπορώ ούτε καν να διακρίνω ποιες είναι οι αληθινές και ποιες οι ψεύτικες.
Γι’ αυτό καταφεύγω σε σένα, Πατέρα μου. Και σε ικετεύω.
Βοήθησέ με να διακρίνω τις ουσιώδεις από τις επουσιώδεις ή πλασματικές μου ανάγκες.
Ικανοποίησε συ τις πραγματικές μου ανάγκες όσο και όπως πρέπει. Κάνε με κύριο και όχι υποχείριο των αναγκών μου.
Δώσε μου το πνεύμα της λιτότητας, της εγκράτειας, του μέτρου.
Δώσε μου την εμπιστοσύνη στην αγάπη σου.
Χάρισέ μου την αίσθηση της κοινότητας των αγαθών που μου χορηγείς.
Όταν μου δίνεις το ψωμί μου, ας σκέπτομαι και τα αδέρφια μου που πεινούν.
Κι όσο κι αν στην άγρια βουλιμία μου μου φαίνονται τόσο λίγα αυτά που έχω, να μη διστάζω να τα μοιράζομαι με γενναιοψυχία.
Να δίνω όπως μου δίνεις. Να σκορπώ όπως μου σκορπάς, απλόχερα τα αγαθά μου, που δεν είναι δικά μου, αλλά δικά σου».
[Από το βιβλίο του π. Ευσεβίου Βίττη Αναβάσεις.
Αντιγραφή από το φυλλάδιο Ο Ξενώνας, φ. 74, Οκτ.-Δεκ. 2009
του Φιλανθρωπικού Σωματείου ΄Μέγας Αλέξανδρος’, Πυλαία Θεσσαλονίκης]