Ὁ ἄν­θρω­πος χρει­ά­ζε­ται νά ψη­λα­φή­σει καί νά ἐ­ναγ­κα­λι­σθεῖ. Χρει­ά­ζε­ται ἐ­νώ­πιον κά­ποι­ου νά κλά­ψει, κά­ποι­ος νά βα­στά­ξει τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς καρ­διᾶς πού κε­νώ­νε­ται, κά­ποι­ος νά τόν βε­βαι­ώ­σει μέ φω­νή ἔ­ναρ­θρη ὅ­τι ἀ­γα­πι­έ­ται Θε­ϊ­κά.

Νά στα­θεῖ μπρο­στά σέ δυ­ό μά­τια χρει­ά­ζε­ται, ἕ­να βλέμ­μα νά τόν ἐν­το­πί­σει ἀ­γω­νιᾶ, γιά νά μήν νοι­ώ­θει μό­νος, νά αἰ­σθαν­θεῖ ὅ­τι ἀ­να­ζη­τι­έ­ται.

Σέ κα­τα­στά­σεις προ­σω­πι­κοῦ συν­τριμ­μοῦ καί ἀ­πώ­λειας, σέ στιγ­μές ἐ­πώ­δυ­νης αὐ­το­γνω­σί­ας, σέ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ζω­ῆς ρη­μαγ­μέ­νης στά σκο­τά­δια, δέν ἀρ­κεῖ τό πα­ρά­δειγ­μα βι­ο­τῆς τῶν ἁ­γί­ων -γιά τό πῶς ὁ Θε­ός τούς συγ­χώ­ρε­σε- γιά νά σέ στη­ρί­ξει.

Θέ­λεις χέ­ρι σάρ­κι­νο ν’ ἁ­πλω­θεῖ καί νά σ’ ἀ­κουμ­πή­σει, νά σ’ ἀ­νορ­θώ­σει προ­σω­πι­κά.

Γι’ αὐ­τήν μας τήν ἀ­νάγ­κη ὁ Θε­ός μᾶς χα­ρί­ζει ἕ­ναν ὁ­ρα­τό καί σύμ­μορ­φο συ­νάν­θρω­πο γιά νά φα­νε­ρώ­νει Ἐ­κεῖ­νον. Μᾶς χα­ρί­ζει τόν πνευ­μα­τι­κό πα­τέ­ρα καί τήν πνευ­μα­τι­κή σχέ­ση μας μ’ ἐ­κεῖ­νον.

Μιά σχέ­ση πού δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στήν ἁ­πλή ἐ­ξα­γό­ρευ­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν καί στήν πα­ρε­χό­με­νη συγ­χώ­ρη­ση. Τό χά­ρι­σμα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πα­τρό­τη­τας, ὁ­ρα­τό ἐ­κτύ­πω­μα τῆς Θε­ϊ­κῆς, δέν βρί­σκε­ται στήν τε­λε­τουρ­γι­κή συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ὅ­σο στήν κο­πι­ώ­δη καί θυ­σι­α­στι­κή συ­νο­δοι­πο­ρί­α.

Στόν τρό­πο πού θά ἀ­να­δε­χθεῖς τήν ζω­ή τοῦ ἄλ­λου, ὄ­χι γιά νά δι­ευ­θύ­νεις τήν συ­νεί­δη­σή του, ἀλ­λά γιά νά τόν γεν­νή­σεις ἐ­νή­λι­κα καί ἐ­λεύ­θε­ρο σέ μί­α προ­σω­πι­κή σχέ­ση μέ τόν Πα­τέ­ρα Θε­ό.

Ὁ πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας δέν εἶ­ναι (μό­νο) ἀ­πορ­ριμ­μα­το­δο­χεῖ­ο, εἶ­ναι ἕ­νας ἐ­ρα­στής καί προ­φή­της! Τό ἀ­πορ­ριμ­μα­το­δο­χεῖ­ο πολ­λές φο­ρές βο­λεύ­ει, εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο, δέν χρει­ά­ζε­ται σχέ­ση ἁ­πλῶς ὑ­πο­χρέ­ω­ση, τό χρη­σι­μο­ποι­εῖς. Τό ἄλ­λο ὅ­μως, τό ἐ­ρα­στής καί προ­φή­της, χρή­ζει ἀμ­φί­πλευ­ρης συ­νέρ­γειας, σχέ­σης ἀ­να­γω­γι­κῆς, θε­λη­μα­τι­κῆς συ­νέ­πειας.

Ὁ ἐ­ρα­στής ποι­μέ­νας ἀ­νά­βει φω­τι­ές ἀ­γά­πης στίς καρ­δι­ές, ἔ­χον­τας ὁ ἴ­διος πρίν ἀ­να­φλε­χθεῖ ἀ­π’ αὐ­τήν. Εἶ­ναι ἐ­ρα­στής για­τί μέ­σα ἀ­πό τόν τρό­πο καί τήν ζω­ή του ὁ Θε­ός κα­τα­δι­ώ­κει καί πο­λι­ορ­κεῖ ἐ­σέ­να, τόν κά­θε ἄν­θρω­πο.

Ἐ­ρα­στής για­τί γνω­ρί­ζει ν’ ἀ­πο­τρα­βι­έ­ται, νά σ’ ἀ­γα­πᾶ στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τά σου κι ὄ­χι μό­νο στό πα­ρόν σου.

Ἐ­ρα­στής, γιά συ­νε­χῆ ὑ­πό­μνη­ση ὅ­τι ὁ Θε­ός δέν ψά­χνει σκλά­βους, ἐ­ρω­μέ­νες καρ­δι­ές ἀ­να­ζη­τᾶ.

Ἐ­ρα­στής για­τί δέν σέ ἀ­πο­δέ­χε­ται ἐ­πι­λε­κτι­κά, για­τί ἐ­πι­μέ­νει νά φυ­σᾶ τίς κάμ­πι­ες τῆς ἀ­σχή­μιας σου προ­σμέ­νον­τας πε­τα­λοῦ­δες νά γε­νοῦν.

π. Βασίλειος Χριστοδούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ