Άραγε όταν ακούμε ή επιθυμούμε και επιδιώκουμε ένα θαύμα, τι περιμένουμε; Περιμένουμε μια ως δια μαγείας λύση; Περιμένουμε άραγε ότι το θαύμα είναι μια υπόθεση στην οποία εμείς θα έχουμε την, κατά το δυνατόν, μικρότερη συμμετοχή;

Κάποιος θα μας διευκολύνει σε μια πιεστική κατάσταση την οποία βιώνουμε, σ’ ένα αδιέξοδο που αντιμετωπίζουμε;

Δύο παραμέτρους έχει κάθε θαύμα:

α. να ακούσουμε τη διήγηση κάποιου θαύματος, και

β. να ζήσουμε κάποιο θαύμα.

Και βέβαια, και οι δύο αυτές παράμετροι έχουν διαφορετικές συνεπαγωγές και συνεπακόλουθα.

Την περασμένη Κυριακή το Ευαγγέλιο περιέγραψε ένα θαύμα. Ένας παράλυτος πάρα πολλά χρόνια βρίσκεται δίπλα σε μια… πηγή θαυμάτων!

Η Ιερουσαλήμ ήταν μια πόλη με τείχη. Είχε επίσημες πύλες και ανεπίσημες. Είχε πύλη για να μπαίνει και να βγαίνει ο βασιλιάς ή ο λαός, αναλόγως. Είχε επίσης και πύλες στις οποίες μπαινόβγαιναν τα ζώα.

Δίπλα σε μια τέτοια πύλη, η οποία εξαιτίας αυτής της χρήσεως ονομαζόταν προβατική, βρισκόταν μια δεξαμενή. Ένα αγίασμα όπως θα λέγαμε σήμερα.

Εκεί συνέβαινε το εξής: Κατά απροσδιόριστα διαστήματα, γινόταν μια επέμβαση της δυνάμεως του Θεού και ένας άγγελος ανακάτευε τα νερά αυτού του αγιάσματος· όποιος άρρωστος έμπαινε αμέσως μετά την ανατάραξη του ύδατος γινόταν καλά.

Αυτό ήταν κοινός τόπος.

Το ήξεραν όλοι.

Ήταν καθημερινότητα. Εκείνο που δε ήξεραν ήταν το πότε θα συμβεί και αν οι ίδιοι θα μπορέσουν να μπουν. Κι εκεί ο Χριστός (περιγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης) συνάντησε έναν επί τριάντα οχτώ χρόνια παράλυτο να περιμένει «την ταραχήν του ύδατος» και του είπε: «Θέλεις να γίνεις καλά;».

Τον ρωτούσε αυτονόητα πράγματα. Αφού καθόταν εκεί δίπλα και ήταν και παράλυτος, μπορούσε να μη θέλει να γίνει καλά; Ποιος στραβός -όπως λέμε- δε θέλει το φως του; Ο παράλυτος όμως του αποκρίθηκε, όχι αν θέλει ή όχι, το οποίο θεώρησε αυτονόητο, αλλά με μια φρικτή κουβέντα.

Του είπε: «Δεν έχω άνθρωπο. Δεν έχω κανένα να με βάλει κάτω από τη θαυματουργική αυτή ενέργεια». Δηλαδή, λέει, ότι για να φτάσει κανείς στην ευεργετική ενέργεια του Θεού χρειάζεται την βοήθεια κάποιου ανθρώπου!

Εμείς ατυχώς πολλές φορές έχουμε την αντίληψη ότι το θαύμα είναι ένα πιστόλι στον κρόταφό μας:

«Ή πιστεύεις ή σου τινάζω τα μυαλά στον αέρα».

Το θαύμα, όμως, δεν είναι απαραιτήτως αφορμή και γεννήτρια πίστεως. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ότι η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού δεν γεννιέται από κάποιο θαύμα.

Άπειρα παραδείγματα μπορεί κανείς να ζήσει. Μπορεί να έχει εμπειρία ανθρώπων οι οποίοι οι ίδιοι ήταν αποδέκτες μιας επεμβάσεως του Θεού στην ζωή τους, και μετά από λίγο Του γύρισαν τα νώτα και προχώρησαν τον δρόμο τους, ζώντας σε απόσταση από τον Θεό.

Μπορεί να βρει κανείς ανθρώπους οι οποίοι έχοντας δει ένα θαύμα, μετά την πρώτη εντύπωση, έζησαν την καταλυτική κούραση αυτών που λένε: «Ε… σύμπτωση ήταν, γιατί δεν γίνεται και στους υπόλοιπους ;».

Και στην συνέχεια βούλιαξαν στην αδιαφορία της αφασίας.

Και βέβαια, αν ξεφυλλίσει κανείς το Ευαγγέλιο, θα δει την περίπτωση ανθρώπων οι οποίοι έβλεπαν ότι ο Λάζαρος είχε αρχίσει να αποσυντίθεται μέσα στον τάφο, και το αισθάνονταν αυτό οι πάντες δια της οσμής, και αυτοί οι ίδιοι μετά από λίγο, όταν τον είδαν αναστημένο και ανάμεσά τους, γεμάτοι ιδεολογικό πείσμα, δεν δίστασαν να λένε: Τώρα θα σκοτώσουμε και τον Λάζαρο.

Το θαύμα είναι τα χνάρια του Θεού. Είναι οι πατημασιές Του πάνω στο χιόνι. Είναι το γεγονός που κάνει φανερή την ύπαρξή Του. Είναι το αποτύπωμά Του.

Όπως όμως τα χνάρια πάνω στο χιόνι δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά το πέρασμα του ανθρώπου (κι όποιος έχει μυαλό, μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι αυτό που προπορεύεται, αναγνωρίζοντας τα χνάρια στο χιόνι), με τον ίδιο τρόπο πρέπει να λειτουργεί και το θαύμα στις συνειδήσεις των χριστιανών.

Πρέπει να λειτουργεί με την λογική της αφορμής για αναζήτηση του Θεού και όχι επιβεβαίωσης της υπάρξεώς Του.

Ακολουθώντας αυτά τα χνάρια, μας δίνεται η δυνατότητα να αποκτήσουμε μια σχέση μαζί Του. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, χρειάζεται να υπάρξει κάποιος ο οποίος θα μας ποδηγετήσει, θα μας βάλει μέσα στην κολυμβήθρα. Γιατί τις περισσότερες φορές κι εμείς είμαστε παράλυτοι.

Όλοι οι άνθρωποι θέλουν να βρουν και να έχουν ένα σκοπό και νόημα στην ζωή τους. Αλλά έρχεται η καθημερινότητα με τα θέματά της, τις αγωνίες, τα πάθη ή ακόμα πολλές φορές και τις στραβές ιδέες, και τότε αυτό το «θέλω» εξασθενεί και γίνεται πολύ αδύνατο. Γίνεται παράλυτο.

Χρειάζεται κάποιος άνθρωπος να μας πάρει και να μας «ρίξει» μέσα στην κολυμβήθρα της Εκκλησίας, μέσα από την οποία θα βγούμε υγιείς κατά τον έσω άνθρωπο.

Εμείς βέβαια αξιολογούμε πολλές φορές τα πράγματα και τις καταστάσεις, όπως στην περίπτωση του άλλου παράλυτου, που τον πάνε μπροστά στον Χριστό και ο Χριστός του λέει: «Έλα! Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου».

Τί σκάνδαλο και θόρυβος και σχόλια ειρωνικά έγιναν τότε! «Δεν γύρεψε συγχώρηση αμαρτιών, να περπατήσει θέλει». Ατυχώς, όπως εκείνοι έτσι κι εμείς είμαστε υποδουλωμένοι στα φαινόμενα! Ο Θεός όμως δεν είναι υποδουλωμένος στα φαινόμενα. Είναι «υποδουλωμένος» στην πραγματικότητα.

Ο Χριστός είναι η μοναδική πραγματικότητα.

Πρέπει, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας πώς λειτουργεί το θαύμα. Όταν γυρεύω κάτι από τον Θεό, σε τι λογική σχέσεων είμαστε; Τον εμπιστεύομαι ή είμαι απλώς σε μια λογική του τύπου: «Ας δοκιμάσω κι αυτό το φάρμακο, όπως δοκίμασα άλλα δεκαπέντε, να δω τι θα γίνει».

Μπορεί καμιά φορά να συμβεί κι αυτό. Η ανθρώπινη ζωή έχει τόση ποικιλία που άκρη δεν βρίσκεται, αλλά τουλάχιστον οφείλουμε να κρατήσουμε έναν απαραίτητο όρο, που λέγεται: Ειλικρίνεια!

Μπορεί να πούμε κι εμείς: «ἰατροῖς κατηνάλωσα τὸν ἅπαντά μου βίον», όπως έλεγε και αυτός και η Χαναναία, και η αιμορροούσα, και άλλα πρόσωπα σε περιστατικά του Ευαγγελίου.

Αν καταλήγουμε στον Χριστό, θα πρέπει να καταλήξουμε με ειλικρίνεια. Το θαύμα θα πρέπει να γίνει αφορμή για να πλησιάσουμε κοντύτερα σ’ Αυτόν. Να αποκτήσουμε σχέση, η οποία δεν εξαρτάται από τα εξωτερικά.

Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι ο έσω μας άνθρωπος (καρδιά και νους) πρέπει να αποκτήσει σχέση με τον Χριστό. Χρειάζεται να σκεφτούμε: Αναστήθηκε ο γιος της χήρας της Ναΐν· ένα σωρό τυφλοί βρήκαν το φως τους· θεραπεύτηκε αυτός ο παράλυτος, καμία μαρτυρία όμως δεν έχουμε τι απέγιναν τελικά αυτοί οι άνθρωποι μετά το θαύμα.

Ούτε καν αν γίναν χριστιανοί. Ούτε αν Τον ακολούθησαν μετά την Σταύρωση. Γίναν αποδέκτες της επεμβάσεως του Θεού, αλλά κανείς δεν ξέρει αν αποκτήσανε σχέση μαζί Του.

Υπάρχει μάλιστα και μια παράδοση που μας λέει πως περισσότερο απ᾿ όλους φώναζε «σταύρωσον αὐτόν» ο τυφλός ο οποίος με θαύμα του Χριστού είχε δει.

Θέλει μ’ αυτήν την παράδοση η Εκκλησία να επισημάνει ότι τα εξωτερικά δεν είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, ούτε το τέρμα της σχέσεως ενός ανθρώπου με τον Χριστό. Πρέπει ο άνθρωπος να αποκτήσει εσωτερική σχέση. Πρέπει τα εξωτερικά να γίνουν σκαλοπάτι για να πάει παραμέσα.

Το θαύμα θα πρέπει να πάψει να είναι «ένα αναγκαστικό σπρώξιμο», και να γίνει αφορμή για μια σχέση, όπως θα λέγαμε, ενός πατέρα και μιας μάνας με το παιδί τους, στην οποία σχέση αυτό το παιδί, έχοντας την αίσθηση της τρυφερότητας και της φροντίδας τους, ανταποκρίνεται ανταποδοτικά και βιώνει αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους.

Το κομμάτι αυτό του Ευαγγελίου έχει μια τραγική επικαιρότητα σήμερα. Πάρα πολλοί άνθρωποι, γύρω μας ή και πολύ κοντά μας, βρίσκονται στην ίδια μοναξιά του συνωστισμού και στην ίδια σύγχυση απαιτήσεων για «βεβαιωτικά θαύματα».

Εκεί τότε, γύρω από την κολυμβήθρα, συνωστίζονταν άνθρωποι, ο καθένας από τους οποίους έβλεπε μονάχα τον εαυτό του και νοιαζόταν μονάχα για τον εαυτό του. Και σήμερα ερχόμαστε ακριβώς στην ίδια λογική.

Είμαστε στην μοναξιά του συνωστισμού. Ένα πλήθος που πορεύεται με την λογική: παράλληλες μοναξιές που δεν τέμνονται πουθενά, χωρίς καμία απολύτως επικοινωνία. Την παραλληλότητα αυτή μπορεί να την σπάσει μονάχα ο Χριστός, δημιουργώντας επικοινωνία.

Στον παράλυτο η τελευταία κουβέντα που του λέει ο Χριστός είναι: «μηκέτι ἁμάρτανε». Αυτό λέει και σε μας που τυραγνιόμαστε στην μοναξιά της πολυκοσμίας. Η αμαρτία σπάει τους δεσμούς επικοινωνίας και με τον Θεό και με τους ανθρώπους!

Όταν ελευθερωθώ από την αμαρτία τότε θα μπορέσω να δω τους άλλους ως σωτηρία και όχι ως ευκαιρία. Ως αφορμή θυσιαστικής αγάπης και όχι ως αφορμή εκμετάλλευσης. Αν αυτό δεν το καταλάβουμε, θα πορευόμαστε μόνοι μας και θα λέμε, και εμείς, σαν τον παράλυτο: «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».

π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ