Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ βαπτισθεῖ καὶ νὰ γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς μέχρι τώρα, ἐὰν δὲν διδασκόταν καὶ δὲν ἀποδεχόταν τὶς ἀλήθειες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως ἀνῆκε κυρίως στὸν ἐπίσκοπο. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἐπαρκοῦσε νὰ κατηχεῖ ὅλους τους προσερχόμενους στὸν χριστιανισμό, ἀνέθετε καὶ στοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας τὸ ἔργο τῆς κατηχήσεως.
Ὁ ἐπίσκοπος ἢ οἱ ἐπιτετραμμένοι πρὸς τοῦτο πρεσβύτεροι ὄχι μόνο κατηχοῦσαν ἀλλὰ καὶ ἐξέταζαν ἂν οἱ κατηχούμενοι ἔκαναν κτῆμα τοὺς αὐτὰ ποὺ διδαχθῆκαν.
Ἀργότερα καθὼς πληθυνθῆκαν οἱ χριστιανοί, ἐπικράτησε δὲ καὶ ὁ νηπιοβαπτισμός, δὲν ἐπαρκοῦσαν πλέον οὔτε οἱ πρεσβύτεροι γιὰ τὸ ἔργο τῆς κατηχήσεως, τὸ ὁποῖο στὴ περίπτωση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ γινόταν ἐκ τῶν ὑστέρων.
Ἐνῷ ὅμως οἱ πρεσβύτεροι δὲν ἐπαρκοῦσαν ἡ κατήχηση ἔπρεπε νὰ γίνει ὁπωσδήποτε, διότι ἀλλιῶς τὸ βάπτισμα θὰ καταντοῦσε ξηρὸς τύπος. «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται»(Μαρκ16,16).
Δὲν εἶπε ἁπλῶς «ὁ βαπτισθεῖς», ὁ Κύριος, ἀλλὰ «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς». Καὶ γιὰ νὰ πιστεύσει πρέπει νὰ ἀκούσει, νὰ πληροφορηθεῖ τὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος. «Πῶς πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; Πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος(Ρώμ.1,14).
Ἦταν τόσο βασικὸ τὸ θέμα τῆς κατηχήσεως, ὥστε ὁ 47ος κανὼν τῆς ἓν Λαοδικείας συνόδου νὰ ζητᾷ γι’ αὐτοὺς ποὺ βαπτίσθηκαν πρὶν περατωθεῖ ἡ κατήχηση, ἐπειδὴ λόγω σοβαρᾶς νόσου κινδύνευαν νὰ πεθάνουν, νὰ συμπληρώσουν τὴν κατήχηση τοὺς μόλις θεραπευθοῦν.
Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία συναισθανόμενη τὴν εὐθύνη τῆς ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπαρκοῦσαν οἱ πρεσβύτεροι διὰ τὴν κατήχηση τῶν νηπίων, δὲν ἀρκέσθηκε στοὺς γονεῖς τοῦ νηπίου -ποὺ ὁπωσδήποτε ἔπρεπε νὰ εἶναι χριστιανοὶ καὶ μάλιστα συνειδητοί- ἀλλὰ ζήτησε καὶ ἐγγυήσεις πρόσθετες.
Δημιούργησε τὸν θεσμὸ τῶν ἀναδόχων, κατὰ τὸν ὁποῖον, ὑποχρεωτικῶς στὴ βάπτιση τοῦ νηπίου πρέπει νὰ παρίσταται κάποιος λαϊκός.
Αὐτὸς θὰ πρέπει νὰ δώσει ἐξ ὀνόματος τοῦ νηπίου τὶς ὑποσχέσεις τῆς ἀποτάξεως ἀπὸ τὸν Σατανᾶ καὶ τῆς συντάξεως μὲ τὸν Χριστό, καὶ αὐτὸς θὰ πρέπει ν’ ἀναλάβει ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα νὰ ἐνσωματωθεῖ τὸ μωρὸ πλήρως στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς σωστῆς κατηχήσεως καὶ βιώσεως τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία στὸν ἀνάδοχο ἀνέθεσε καὶ ἐμπιστεύθηκε τὸ δικό της καθῆκον καὶ ἔργο ἀπὸ τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ. Θεώρησε τὸν ἀνάδοχο ἐκπρόσωπο, ἐντολοδόχο, πληρεξούσιο, τοῦ ποιμένος (ἐπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου) στὸ δύσκολο ἔργο τῆς κατηχήσεως καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ὀρθοπραξίας.
Γι’ αὐτὸ στὴν εὐχὴ τῆς τριχοκουρίας, κατὰ τὴν τελετὴ τῆς βαπτίσεως, ἡ ἐκκλησία εὔχεται « …τὸν προσελθόντα δοῦλον σου…εὐλόγησον ἅμα τῷ αὐτοῦ ἀναδόχω καὶ δὸς αὐτοὶς πάντα μελετᾶν ἐν τῷ νόμῳ σου καὶ τὰ εὐάρεστα σοὶ πράττειν…».
Ὁ τίτλος ποὺ προσδίδεται στὸν ἀνάδοχο, «πνευματικὸς πατὴρ » τοῦ ἀναδεκτοῦ του, εἶναι καὶ αὐτὸς δηλωτικὸς ὅτι ὁ ἀνάδοχος ἐκτελεῖ κατ’ ἀνάθεση ἔργο ποὺ ἀνήκει στὸν ἱερέα.
Διότι πνευματικὸς πατὴρ ὀνομάζεται ὁ ἔχων τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα καὶ ὁ ὁποῖος διὰ τῶν μυστηρίων καὶ τῆς κατηχήσεως δημιουργεῖ πνευματικὰ παιδιά. Καὶ οἱ γονεῖς ἀνατρέφουν τὰ παιδιὰ τοὺς «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου (Ἐφεσ.6,4), ἀλλὰ αὐτοὶ ἐνεργοῦν ἐξ ἰδίας ὑποχρεώσεως καὶ εὐθύνης ἐνῷ ὁ ἀνάδοχος ἐνεργεῖ κατ’ ἀνάθεση τοῦ ποιμένος.
Καὶ ναὶ μὲν τὸν ἀνάδοχο διαλέγουν οἱ γονεῖς, ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει πάντοτε συγκατάθεση τοῦ ποιμένος, ἔστω καὶ σιωπηρά. Τώρα ἂν ὑπάρχουν λόγοι σοβαροὶ ἀκαταλληλότητος τοῦ ἀναδόχου (ἀνήθικος, ἄσωτος, ἀσεβής, ἄπιστος, ἐντελῶς ἀκατήχητος καὶ ἀθεολόγητος), ὁ ἱερεὺς ὄχι μόνο μπορεῖ ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλεται ν’ ἀρνηθεῖ νὰ τὸν δεχθεῖ ὡς ἐκπρόσωπό του.
Περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ θεσμὸ τῶν ἀναδόχων, μπορεῖ νὰ δεῖ ὅποιος ἐνδιαφέρεται, στὸ βιβλίο τοῦ ἀρχιμ. Ἐπιφανείου Θεοδωροπούλου «Προγαμιαίαι σχέσεις, πολιτικὸς γάμος, ἀμβλώσεις», ἐκδόσεις Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθῆνα 1986, σέλ.45 καὶ μάλιστα ἀπὸ 51 καὶ ἑξῆς». Περιληπτικὴ διασκευὴ τῶν ὅσων ἐκθέτει τὸ προαναφερθὲν βιβλίο ἀποτελοῦν τὰ ὅσα παραθέσαμε
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ