- Ένας Γέροντας είπε: “Ένας άνθρωπος που κάθεται στο κελί του και μελετάει τους ψαλμούς, μοιάζει με άνθρωπο που ζητάει τον βασιλιά. Ενώ εκείνος που θρηνώντας ζητάει κάτι, κρατάει τα πόδια του βασιλιά, παρακαλώντας να βρει έλεος από μέρους του, όπως είχε κάνει η πόρνη”. 2.
- Είπε ένας Γέροντας:“Λίγο-λίγο συνήθισε την καρδιά σου να λέει για τον καθέναν από τους αδελφούς: “Στ΄ αλήθεια, αυτός είναι πιο προχωρημένος από μένα στον δρόμο του Θεού”. Και πάλι: “Αυτός είναι καλύτερος από μένα”.
- Και έτσι σιγά-σιγά θα φθάσεις στο σημείο να βάζεις τον εαυτό σου κάτω από όλους, και θα κατοικήσει μέσα σου το Πνεύμα του Θεού. Ενώ, αν περιφρονήσεις έναν άνθρωπο, φεύγει η χάρη του Θεού από σένα και παραδίνεις τον εαυτό σου σε σαρκικούς μολυσμούς και σου σκληρύνεται η καρδιά και δεν θα υπάρχει καμιά κατάνυξη μέσα σου”.
- Είπε πάλι:“Αλίμονό σου, ψυχή, γιατί συνήθισες μόνο να ζητάς τον λόγο του Θεού και να τον ακούς και τίποτε να μην κάνεις από όσα ακούς. Αλίμονό σου, σώμα, γιατί ξέρεις αυτά που σε μολύνουν και πάντοτε αυτά ζητάς, τον χορτασμό και την απόλαυση. Αλίμονο στον νεώτερο που γεμίζει την κοιλιά του και δίνει εμπιστοσύνη στο θέλημά του, γιατί έτσι είναι μάταιη η απάρνηση του κόσμου που έκανε”.
- Κάποιος Γέροντας ζούσε μόνος στη μονή των Μονιδίων και η παντοτινή του προσευχή ήταν η εξής:“Κύριε, δεν έχω τον φόβο σου μέσα μου, γι αυτό στείλε μου κάποιον κεραυνό ή κάποια άλλη δύσκολη περίσταση, ή αρρώστια ή δαίμονα, μήπως έστω και μ΄ αυτόν τον τρόπο φοβηθεί η πωρωμένη μου ψυχή”. Αυτά έλεγε και συνέχιζε να παρακαλεί τον Θεό. “Ξέρω ότι είναι αδύνατο να με συγχωρήσεις. Γιατί αμάρτησα πολύ σε σένα, Δέσποτα, αλλ΄ αν είναι δυνατόν λόγω της ευσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με. Αν όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, τιμώρησέ με εδώ στη γη, Δέσποτα, και εκεί μη με παιδεύσεις, αλλ΄ εάν και αυτό είναι αδύνατο, τιμώρησέ με εδώ κατά ένα μέρος και εκεί ανακούφισέ με, έστω και λίγο, από την τιμωρία της κόλασης. Άρχισε από τώρα να με παιδεύεις, αλλά ας μην περιπέσω στην οργή σου, Δέσποτα”. Μ΄ αυτή την επιμονή ένα ολόκληρο χρόνο με ασταμάτητα δάκρυα, με πολλή ταπείνωση στους λογισμούς του και με νηστείες παρακαλούσε τον Θεό και σκεπτόταν: “Άραγε τι να σημαίνει ο λόγος που είπε ο Χριστός: Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται;” Και κάποια ημέρα ενώ καθόταν κατά γης θλιμμένος και θρηνούσε κατά τη συνήθειά του, νύσταξε, και να, του παρουσιάσθηκε ο Χριστός με ιλαρό πρόσωπο και με γλυκιά φωνή του είπε: “Τι έχεις, άνθρωπε, γιατί τόσο κλαις; ”Του απάντησε εκείνος: “Επειδή έπεσα, Κύριε”. Και ο Ιησούς που του εμφανίσθηκε του λέει: “Σήκω επάνω”. Αποκρίθηκε τότε ο πεσμένος στη γη: “Δεν μπορώ, αν δεν μου δώσεις το χέρι σου”. Και άπλωσε Εκείνος το χέρι του και τον σήκωσε και του λέει πάλι με καλοσύνη: “Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπάσαι;” “Και δεν θέλεις, Κύριε, -ρωτά ο αδελφός- να κλάψω και να λυπηθώ που τόσο σε πίκρανα; ”Τότε ο Κύριος άπλωσε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του αδελφού, το αγκάλιασε και του λέει: “Μη θλίβεσαι, ο Θεός θα είναι βοηθός σου από δω και πέρα. Επειδή εσύ πόνεσες, δεν θα στρέφεται πια η λύπη μου εναντίον σου. Εφόσον για σένα έχω χύσει το αίμα μου, δεν θα δείξω πολύ περισσότερο τη φιλανθρωπία μου και σε σένα και σε κάθε ψυχή που μετανοεί; ”Ο αδελφός συνήλθε κατόπιν από την οπτασία και ένιωσε την καρδιά του πλημμυρισμένη από χαρά, γιατί βεβαιώθηκε ότι ο Θεός τον ελέησε και έζησε σ΄ όλη του τη ζωή με πολλή ταπείνωση ευχαριστώντας τον Θεό.
- Κάποιος Γέροντας, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μη γνωρίζοντας ότι ο μαθητής του άκουε, θρηνούσε πικρά με ολολυγμούς. Τα δόντια του έτριζαν κι έπεφταν άφθονα τα δάκρυά του. Και όταν τον παρακάλεσε ο μαθητής του να του πει τι του συμβαίνει, είπε: “Ήρθα σε κατάνυξη και είδα τις ψυχές των αμαρτωλών στον Άδη σε ποια θλίψη είναι και δεν μπορώ από την ώρα εκείνη να παρηγορηθώ”.
- Κάποιος είδε ένα νέο μοναχό να γελάει και του είπε: “Μη γελάς, αδελφέ, γιατί διώχνεις τον φόβο του Θεού απ΄την ψυχή σου”.
- Είπε πάλι: “Εάν περιπέσεις σε αμάρτημα και μετά αποκαταστήσεις τις σχέσεις σου με τον Θεό και αρχίσεις τη ζωή του πένθους και της μετάνοιας, πρόσεξε μην παύσεις να πονάς και να στενάζεις ενώπιον του Κυρίου ως την ημέρα του θανάτου σου, γιατί υπάρχει κίνδυνος να ξαναπέσεις γρήγορα στον ίδιο βόθρο. Η κατά Θεόν λύπη είναι χαλινάρι της ψυχής, που τη συγκρατεί για να μην ξαναπέσει”.
- Κάποιος Γέροντας που έμενε στο κελί του ολομόναχος, έκανε εξήντα χρόνια μοναχός χωρίς να σταματήσει ποτέ να κλαίει. Και έλεγε πάντα: “Τον χρόνο της ζωής μας τον έχει δώσει ο Θεός για μετάνοια και πολύ θα τον αναζητήσουμε κάποτε”.
- Κάποιος αδελφός ρώτησε έναν Γέροντα: “Τι να κάνω, αββά, πού, όταν δω κάποιον να αμαρτάνει, τον κατακρίνω, και όταν ακούσω για έναν αδελφό πώς είναι αμελής, τον μισώ και θα χάσω έτσι την ψυχή μου; ”Και είπε ο Γέροντας: “Όταν ακούσεις κάτι τέτοιο, απομακρύνσου αμέσως απ΄ τον λογισμό αυτό κάνοντας ένα άλμα και σπεύσε να θυμηθείς τη φοβερή ημέρα της Κρίσεως, αναλογίσου δίπλα σου το φρικτό βήμα, τον αδέκαστο δικαστή, τους πύρινους ποταμούς, που ρέουν μπροστά σ΄ εκείνο το βήμα κοχλάζοντας μέσα στη φοβερή φλόγα, τις ακονισμένες ρομφαίες, τις σκληρές τιμωρίες, την κόλαση που δεν έχει τέλος, τη νύχτα την άφεγγη, το σκοτάδι το εξώτερο, το φαρμακερό φίδι, τα άλυτα δεσμά, το τρίξιμο των δοντιών και τον οδυρμό που δεν έχει παρηγοριά. Αυτά λοιπόν να σκέπτεσαι, την αναπόφευκτη δηλαδή πανωλεθρία. Κι εκείνος ο δικαστής δεν έχει ανάγκη από κατηγόρους ούτε από μάρτυρες ούτε από αποδείξεις ούτε από έλεγχο. Αλλά ανάλογα με τα πεπραγμένα θα παρουσιασθεί μπροστά στα μάτια του κάθε ενόχου. Τότε κανείς δεν θα βρεθεί να βγει και να μας γλιτώσει από την τιμωρία, ούτε πατέρας ούτε γιος ούτε μητέρα μήτε θυγατέρα μήτε κανείς άλλος συγγενής, ούτε γείτονας ούτε φίλος ούτε συνήγορος. Μήτε μπορεί την ενοχή να την εξαγοράσει το χρήμα, ο περίσσιος πλούτος ή η δύναμη. Όλα αυτά σαν να΄ταν σκόνη θα εξαφανισθούν απ΄ τη μέση, και μόνος ο κρινόμενος θα πάρεις τις απολαβές του για όσα έπραξε, ή την αθωωτική απόφαση ή την καταδικαστική. Τότε κανείς άλλος δεν θα μπορεί να κριθεί για χάρη άλλου. Ο καθένας θα κριθεί χωριστά για όσα διέπραξε. Γνωρίζοντας αυτές τις αλήθειες μην κατακρίνεις κανέναν και θα είσαι πάντα ειρηνικός”.