Δεν έχουμε κανένα άνθρωπο να ανοίξει την πόρτα μας!
Να μας πει ένα λόγο, για να σπάσει η μοναξιά μας!
Ζούμε μόνοι μας…
Αυτά τα λόγια ακούμε να βγαίνουν με παράπονο
Από το στόμα συνανθρώπων μας.
Είναι τραγική η κατάσταση όταν κανείς τελείως ολομόναχος.
Πράγματι υπάρχουν συνάνθρωποι μας
Που ζουν στην ερημιά των μεγαλουπόλεων ή και σε χωριά
Ξεχασμένοι, μόνοι κι έρημοι
Χωρίς καμιά επικοινωνία με άλλους ανθρώπους.
Είναι πολύ περισσότεροι απ’ ότι μπορούμε να φαντασθούμε
Αυτοί που εκφράζουν το παράπονο του παραλυτικού της Βηθεσδά:
“Άνθρωπον ούκ έχω” (\ω. ε’ 7).
Σημειώνουμε μερικές περιπτώσεις.
Υπάρχουν ασθενείς που πάσχουν από χρόνια νοσήματα
Με καθημερινό σύντροφο τον πόνο και τις πληγές, χωρίς καμιά περιποίηση.
Απουσιάζει τελείως φίλος ή συγγενής τους, για να σκύψει στο προσκέφαλα τους
Και με πατρική στοργή και ειλικρινή αγάπη να τους περιποιηθεί.
Και όταν συμβεί να εμφανισθεί κανένας από αυτούς δίπλα τους
Το κάνει με βαριά και παγωμένη καρδιά.
Γέροντες γονείς που ανέθρεψαν τα παιδιά τους με πολλά ξενύχτια και ιδρώτες
Περνούν τώρα, στη δύση της ζωής τους, ξεμοναχιασμένοι
Κλεισμένοι σ’ ένα δωμάτιο με ελάχιστη περιποίηση.
Τους αγνοούν τελείως τα παιδιά τους
Το θεωρούν “βάρος” να τους κάνουν έστω ένα τηλεφώνημα
Για να πληροφορηθούν πως ξημεροβραδιάζονται.
Στα όσα συνοδεύουν συνήθως τα γηρατειά τους ανήμπορους γέρους
Προστίθεται και ο ψυχικός πόνος τους για την τραγική εγκατάλειψη από αυτά τα σπλάχνα τους.
Μοναξιά φοβερή και εγκατάλειψη δοκιμάζουν παιδιά και νέοι
Όταν οι γονείς τους με προχειρότητα και ελαφρά τη συνείδηση
Χωρίς ουσιαστικούς λόγους, διαλύουν την οικογένεια τους.
Ζουν χωρίς οικογένεια, αποξενωμένα και έρημα.
Ή άλλα παιδιά, καθώς μεγαλώνουν, αισθάνονται την ανάγκη της οικογενειακής θαλπωρής
Και στοργικής συμπαραστάσεως και παρακολουθήσεως τους.
Οι γονείς τους όμως τα εγκαταλείπουν και αδιαφορούν
Χωρίς ποτέ να εκδηλώνουν κανένα ενδιαφέρον για τη σωστή διαπαιδαγώγηση τους
Και την καλή εξέλιξη τους.
Μοναξιά και εγκατάλειψη επίσης αισθάνονται και όσοι ζουν τη ζωή της αμαρτίας.
Ζουν αυτό το δράμα στο βάθος της ψυχής τους
Έστω και αν προσπαθούν να το καμουφλάρουν με επίπλαστα χαμόγελα και με ξενύχτια.
Θα γινόταν μακρύς ο κατάλογος, εάν συνεχίζαμε να καταγράφουμε
Όλες τις περιπτώσεις που συνάνθρωποι μας πίνουν ολομόναχοι
Το κατάπικρο ποτήρι της εγκαταλείψεως και της μοναξιάς.
Μπροστά στο δράμα αυτό που ζουν πολλοί αδελφοί μας
Έχουμε καθήκον και ιερό χρέος, ως χριστιανοί
Να επισημαίνουμε αυτούς τους ανθρώπους
Να τους βρίσκουμε και να τους συμπαραστεκόμαστε.
Να τους περιβάλλουμε με ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπη.
Να τους δείχνουμε στοργή.
Ένας λόγος παρηγορητικός και ενθαρρυντικός
Μία σύσταση αδελφική για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού
Λίγη συντροφιά οικοδομητική, έστω και τηλεφωνικώς
Θα διαλύσει τα βαριά μολυβένια σύννεφα που σκεπάζουν τον ορίζοντα της ψυχής τους
Θα ανοίξει νέους φωτεινούς ορίζοντες στις σκέψεις τους.
Θα δοξάζουν τον Θεό και θα μας ευγνωμονούν για την ψυχική ανακούφιση
Και τη χαρά που τους προσφέραμε.
Πιθανόν και εμείς να ζούμε στιγμές μοναξιάς και εγκαταλείψεως από προσφιλή μας πρόσωπα. Διάφορες σκοπιμότητες, ιδιοτελή ελατήρια
Ή διότι θέλουν να αποκομίσουν από εμάς κάποια οφέλη
Συντελούν στο να απομακρύνονται από εμάς γονείς, φίλοι, συγγενείς.
Υπάρχει όμως η δυνατότητα να ανακουφίζεται η ψυχή μας αυτές τις δύσκολες ώρες.
Να καταφεύγουμε στον Σωτήρα και Λυτρωτή μας Κύριο Ιησού Χριστό
Τον πάνσοφο και πανάγαθο κυβερνήτη της ζωής μας.
Έχουμε συμπαραστάτες την Παναγία Μητέρα μας και τους Άγιους μας.
Έχουμε το Ψαλτήρι.
Ακόμη έχουμε τη δυνατότητα να ανοίγουμε την καρδιά μας
Στον καλό μας Πνευματικό κατά την Ιερή ώρα της εξομολογήσεως.
Ας μην απογοητευόμαστε.
Ο παραλυτικός της Βηθεσδά εκφράζει το παράπονο στον Κύριο
Ότι δεν έχει άνθρωπο για να τον ρίξει μέσα στην κολυμβήθρα αμέσως όταν ταράσσεται το νερό. Εμφανίζεται όμως μπροστά του ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός.
Τότε του λέει ο Ιησούς:
“Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι στον ώμο σου και περπάτα” (Ίω. ε’ 59).
Υγιής πλέον περπατά και μεταφέρει ο ίδιος το κρεβάτι του.
Στην περίπτωση επίσης της χήρας της Ναΐν βρίσκουμε τον Κύριο
Κοντά στην πονεμένη χήρα μητέρα να μοιράζεται μαζί της τον πόνο της {Λουκ. ζ’ 11-15).
Ας έχουμε δε υπ’ όψιν μας ότι και ο Κύριος μας ως άνθρωπος έζησε ώρες εγκαταλείψεως.
Μας το αποκάλυψε το αδιάψευστο στόμα του:
“Ιδού έρχεται ώρα, και νυν ελήλυθεν, ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια και εμέ μόνον αφήτε”.
Ιδού έρχεται ώρα, και έφθασε τώρα αυτή η ώρα, για να σκορπισθείτε
Και επιστρέψετε ο καθένας σας στα σπίτια σας και να με αφήσετε ολομόναχο.
Πράγματι ύστερα από λίγο ο Ιούδας Τον προδίδει.
Ο Πέτρος Τον αρνείται:
“Ουκ οίδα τον άνθρωπον” (Ματθ, κς’ 72).
Οι πάντες Τον εγκαταλείπουν στην κρίσιμη ώρα των Σεπτών Παθών του.
Ο δε απόστολος Παύλος με πόνο ψυχής θα γράψει στο μαθητή του Τιμόθεο:
“Κατά την πρώτη μου απολογία δεν ήλθε κανένας μαζί μου για να μου συμπαρασταθεί
Αλλά οι πάντες με εγκατέλειψαν” (Β’ Τιμ. δ’ 16* πρβλ. α’ 15).
Μοναξιά και εγκατάλειψη, δυο λέξεις φορτωμένες με πολλά δάκρυα και βαθείς αναστεναγμούς.
Την βιώνουν και στη σημερινή εποχή πολλοί συνάνθρωποι μας
Παρ’ όλο που ζούμε σε πολυκατοικίες με πληθώρα διαμερισμάτων.
Εάν όμως οι άνθρωποι μας λησμονούν, έχουμε φιλόστοργο ουράνιο πατέρα που μας ενθυμείται.
Να καταφεύγουμε κοντά Του.
Θα μας στηρίζει και θα μας παρηγορεί με τον λόγο του.
Ως προς τους άλλους που ζουν μόνοι τους ξεχασμένοι, να κάνουμε ότι μπορούμε.
Ας τους πλησιάζουμε με ειλικρινή αγάπη και στοργικά ενδιαφέρον.
Ως άλλοι Κυρηναίοι να μοιραζόμαστε λίγο από το βάρος του σταυρού που σηκώνουν.
Να παρακαλούμε δε τον φιλάνθρωπο Κύριο μας
Να λιγοστεύει συνεχώς τους ανθρώπους της μοναξιάς και της εγκαταλείψεως.