Γέρων Εὐστράτιος Γκολοβάνσκι
Στήν Ἐξομολόγηση δεν πρέπει νά φοβόμαστε οὔτε νά ντρεπόμαστε. Ὁ φόβος καί ἡ ντροπή εἶναι αἰσθήματα ἄλογα, πού προέρχονται εἴτε ἀπό τό διάβολο εἴτε ἀπό τόν ἐγωισμό μας. Ὁ πνευματικός, πού ἐπιτελεῖ τό Μυστήριο, οὔτε μέ τό λογισμό του δέν πρόκειται νά σέ κρίνει γιά τά ἁμαρτήματά σου.
Είναι δυνατόν ἕνας ἁμαρτωλός νά κρίνει ἄλλον ἁμαρτωλό; Γιατί καί ὁ πνευματικός ἁμαρτωλός ἄνθρωπος εἶναι, ἄνθρωπος πού φοβᾶται, ὅπως ὅλοι, τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί ἐξομολογεῖται τακτικά τά δικά του ἁμαρτήματα.
Ἐξάλλου, ὅσο βαριά ἁμαρτήματα κι ἄν ἔχεις διαπράξει, ὁ ἱερέας, ἀκούγοντας τά, δέν πρόκειται νά ἐντυπωσιαστεῖ οὔτε, πολύ περισσότερο, ν’ ἀγανακτήσει. Δέν εἶσαι ὁ πρῶτος πού συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του. Πολλοί πρίν ἀπό σένα τή συναισθάνθηκαν καί ἐξομολογήθηκαν. Ἔτσι ὁ ἱερέας ἔχει ἀκούσει ἀναρίθμητες φορές τά ἴδια πράγματα.
Μά κι ἄν ἀκόμα ὑποθέσουμε ὅτι ἕνα ἤ περισσότερα ἁμαρτήματά σου εἶναι πράγματι ἐπαίσχυντα, δέν εἶναι καλύτερα νά τά ἀποκαλύψεις τώρα ἑκούσια μπροστά σ’ ἕναν μόνο ἄνθρωπο καί νά πάρεις ἄφεση, γλυτώνοντας τήν αἰώνια καταδίκη, παρά νά τά ὁμολογήσεις ἀκούσια στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, μπροστά σ’ ὅλον τόν κόσμο, μπροστά στούς ἀγγέλους, πού θά κλαῖνε γιά σένα, μπροστά στούς δαίμονες, πού θά σέ περιγελοῦν, καταντώντας μάλιστα –κι αὐτό εἶναι τό χειρότερο– στην ἀτελεύτητη κόλαση;
Μήν τό ξεχνᾶς: Ὅ,τι ἀποκαλυφθεῖ ἐδῶ, στήν Ἐξομολόγηση, δέν θά ἀποκαλυφθεῖ ἐκεῖ, στήν Κρίση. Ὅ,τι συγχωρηθεῖ ἐδῶ, στή γῆ, θά εἶναι συγχωρημένο καί ἐκεῖ, στόν οὐρανό. Καί, ἀλίμονο, ὅ,τι μείνει ἀσυγχώρητο στή γῆ, ἀσυγχώρητο θά εἶναι καί στόν οὐρανό (Μάτθ. 18:18).
Πῶς πρέπει νά ἐξομολογοῦμαι;
Πρῶτα-πρῶτα, νά προσέρχεσαι στό Μυστήριο μέ ἀληθινή μετάνοια καί βαθιά συντριβή γιά τά ἁμαρτήματα πού διέπραξες οχι μόνο μέ ἔργα καί λόγια, ἀλλά ἀκόμα καί μέ τό λογισμό. Ἔπειτα, νά ἀποκαλύπτεις τά ἁμαρτήματα αὐτά μπροστά στόν πνευματικό, χωρίς νά κρύβεις ἤ νά δικαιολογεῖς τίποτα.
Μίλα μέ τόν δικό σου προσωπικό τρόπο, ἁπλά καί ἀνεπιτήδευτα, ξεκάθαρα καί κατανοητά, χωρίς μισόλογα ἀλλά καί χωρίς κενολογίες. Μην περιμένεις ἀπό τόν ἱερέα νά σέ ρωτήσει ἄν ἔκανες τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τό ἁμάρτημα. Αὐτόβουλα νά ἐξομολογεῖσαι ὅσα σου ὑποδεικνύει ἡ συνείδησή σου, μέ κριτήριο τό νόμο τοῦ Θεοῦ.
Τί νά κάνω, ἄν, ἀφοῦ ἐξομολογηθῶ, ξαναπέσω στό ἴδιο ἁμάρτημα;
Νά μήν ἀπελπιστεῖς καί νά μήν παραδοθεῖς στήν ἀμέλεια. Σήκω ἀμέσως, χωρίς καθυστέρηση ἤ ἀναβολή, πήγαινε στόν πνευματικό σου πατέρα καί ἐξομολογήσου τήν πτώση σου με εἰλικρινῆ μετάνοια καί βαθιά συντριβή. Κᾶνε τόν κανόνα, πού τυχόν θά σού ἐπιβάλει ὁ πνευματικός, καί ἀκολούθησε πιστά τίς συμβουλές του. Ὁ εὔσπλαχνος Θεός νά μᾶς φυλάξει ὅλους μας ἀπό τήν ὀλέθρια ἀμέλεια, ἀπό τή χρόνια ἁμαρτία καί ἀπό τήν ἀμετανοησία.
Τί εἶναι τά ἐπιτίμια;
Τά ἐπιτίμια ἤ οἱ κανόνες, ὅπως κοινά λέγονται, δέν εἶναι ποινές ἤ τιμωρίες, ἀλλά παιδαγωγικά-θεραπευτικά φάρμακα πού δίνει ὁ ἱερέας-πνευματικός, ὡς γιατρός ψυχῶν, στούς χριστιανούς, ὅταν αὐτοί προσέρχονται στό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Τά ἐπιτίμια ἐπιβάλλονται τόσο πρίν ἀπό τήν παροχή τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ὅσο καί ὕστερα ἀπ’ αὐτήν.
Ἔτσι, ὅταν ὁ πνευματικός βλέπει ἐλλιπῆ ἤ ἀνειλικρινῆ μετάνοια στόν ἐξομολογούμενο, δέν τοῦ παρέχει ἀμέσως τήν ἄφεση, ἀλλά τοῦ ἐπιβάλλει κάποιο ἐπιτίμιο (κανόνα), γιά νά τόν ὁδηγήσει σέ μετάνοια πλήρη καί εἰλικρινῆ. Τό ἴδιο μπορεῖ νά κάνει καί σ’ ἐκεῖνον πού ἔχει λάβει τήν ἄφεση, γιά νά τόν στερεώσει στήν πνευματική ζωή καί τόν ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας.
Τέτοια ἐπιτίμια εἶναι εἰδικές προσευχές, μελέτη ψυχωφελῶν βιβλίων, νηστεία, ἐλεημοσύνη, στέρηση τῆς θείας Κοινωνίας γιά κάποιο χρονικό διάστημα –τό τελευταῖο γιά βαριά ἁμαρτήματα– καί ὅ,τι ἄλλο κρίνει πρόσφορο ὁ ἱερέας γιά τήν ψυχική θεραπεία τοῦ ἁμαρτωλοῦ χριστιανοῦ.
Πολλά ἐπιτίμια προβλέπονται ἀπό τούς ἱερούς κανόνες. Ἡ ἐπιβολή τους, πάντως, δέν εἶναι ἀπαραίτητη, ἀκριβῶς ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, εἶναι φάρμακα. Ἄν, λοιπόν, ὁ πνευματικός κρίνει ὅτι ἡ θεραπεία μιᾶς ψυχῆς μπορεῖ νά συντελεστεῖ καί χωρίς αὐτά, μπορεῖ νά τά μετριάσει ἤ καί νά τά παραλείψει.
Στόν παπισμό τά ἐπιτίμια δέν εἶναι φάρμακα ἀλλά ποινές. Ἔτσι ἐπιβάλλονται ἀπαραίτητα στόν ἁμαρτωλό, γιά νά ἱκανοποιηθεῖ τάχα ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πού ἀπαιτεῖ τήν τιμωρία τοῦ παραβάτη τοῦ νόμου Του.