Μια σοφή γυναίκα που ταξίδευε στα βουνά ανακάλυψε τυχαία σε ένα ρέμα έναν πολύτιμο λίθο. Κοντοστάθηκε, τον μάζεψε και συνέχισε το δύσκολο ταξίδι της….
Την επόμενη μέρα συνάντησε έναν άλλο ταξιδιώτη πεινασμένο και εξαντλημένο. Η γυναίκα βλέποντας τον έτσι ταλαιπωρημένο, αποφάσισε να μοιραστεί μαζί του το φαγητό της.
Καθώς όμως άνοιξε το σακίδιο της, ο ταξιδιώτης είδε τον πολύτιμο λίθο και εντυπωσιάστηκε. Παρακάλεσε λοιπόν τη γυναίκα να του τον χαρίσει.
Εκείνη χωρίς δισταγμό ή δεύτερες σκέψεις πήρε τον πολύτιμο λίθο και του τον έδωσε.
Ο ταξιδιώτης έφυγε ενθουσιασμένος, μακαρίζοντας την καλή του τύχη. Αυτός ο λίθος ήταν ανεκτίμητης αξίας και θα τον εξασφάλιζε για το υπόλοιπο της ζωής του. Κι άρχισε να κάνει σχέδια για το μέλλον του που διαγραφόταν λαμπρό, γεμάτο ανέσεις και πολυτέλειες. Μετά από μερικές μέρες όμως επέστρεψε αναζητώντας τη σοφή γυναίκα.
“Σκέφτηκα πολύ αυτές τις μέρες” ομολόγησε μόλις τη βρήκε. “Ξέρω πόσο πολύτιμος είναι ο λίθος που μου χάρισες. Θα μπορούσα με τη βοήθεια του να ζήσω μια άνετη, παραμυθένια ζωή.
Παρόλα αυτά δεν τον θέλω. Αποφάσισα να στον επιστρέψω με την ελπίδα ότι θα μου δώσεις κάτι άλλο, κάτι πραγματικά πολύτιμο.
Δώσε μου κάτι που υπάρχει μέσα σου, δώσε μου αυτό που σε έκανε να μου χαρίσεις το λίθο”.