– Γέροντα, δὲν ἔχω μεγάλη πίστη καὶ νιώθω ἀδύναμη.
– Ξέρεις τί νὰ κάνης; Νὰ κρεμασθῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως κρεμιέται τὸ παιδάκι ἀπὸ τὸν λαιμὸ τοῦ πατέρα του, καὶ νὰ Τὸν σφίξης ἔτσι ποὺ νὰ μὴν μπορῆ νὰ σὲ ἀπομακρύνη ἀπὸ κοντά Του. Τότε θὰ νιώσης σιγουριὰ καὶ δύναμη.
– Νιώθω, Γέροντα, τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκουμπήσω στὸν Θεό, ἀλλὰ δυσκολεύομαι.
– Νὰ σηκώνης τὰ χέρια σου ψηλά· ἔτσι σιγά-σιγὰ θὰ μεγαλώσουν καὶ θὰ πιασθῆς ἀπὸ τὸν Θεό.
– Γέροντα, ὅταν δὲν ἔχω πολὺ χρόνο καὶ βιάζωμαι στὴνπροσευχή, μήπως κλέβω τὸν χρόνο ποὺ πρέπει νὰ δώσω στὸν Χριστό;
– Ὁ Χριστὸς ἔχει πολλά· ὅσα καὶ νὰ κλέψης, δὲν ἔχειἀνάγκη· ἐσὺ ὅμως δὲν βοηθιέσαι. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν προσευχή μας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν βοήθειά Του.
Προσευχόμαστε, γιατὶ ἔτσι ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς δημιούργησε. Ἂν δὲν τὸ κάνουμε, θὰ πέσουμε στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, καὶ τότε ἀλλοίμονό μας! Εἶδες, τί λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ; «Δὲν θὰ μᾶς ζητήση λόγο ὁ Θεὸς γιατί δὲν κάναμε προσευχή, ἀλλὰ γιατί δὲν εἴχαμε ἐπικοινωνία μαζί Του, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δώσαμε δικαιώματα στὸν διάβολο καὶ μᾶς ταλαιπώρησε».
– Γέροντα, πῶς θὰ ἀγαπήσω τὴν προσευχή;
– Νὰ νιώσης τὴν προσευχὴ ὡς ἀνάγκη. Ὅπως τὸ σῶμα, γιὰ νὰ ζήση, χρειάζεται τροφή, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ζήση, πρέπει νὰ τραφῆ. Ἂν δὲν τραφῆ, ἀποδυναμώνεται κι ἔρχεται ὁ πνευματικὸς θάνατος.
– Γέροντα, τί μᾶς δυσκολεύει στὴν προσευχή;
– Δυσκολευόμαστε, μόνον ὅταν δὲν αἰσθανώμαστε τὴν προσευχὴ ὡς ἀνάγκη. Ὅποιος δὲν μπῆ στὸ νόημα τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ τὴν αἰσθανθῆ ὡς ἀνάγκη, τὴν θεωρεῖ ἀγγαρεία καὶ μοιάζει μὲ τὸ ἀνόητο παιδάκι ποὺ ἀποστρέφεται τὸν μαστὸ τῆς μητέρας του καὶ ὅλη τὴν γλυκειά της στοργή, καὶ ἔτσι εἶναι ἀρρωστιάρικο καὶ κακορρίζικο.
– Πῶς θὰ νιώσουμε, Γέροντα, τὴν προσευχὴ ὡς ἀνάγκη;
– Ἔπρεπε νὰ εἴχατε πάει στὸν πόλεμο, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε! Στὸν στρατό, ἐν καιρῷ πολέμου, ὅταν ἤμασταν σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ καὶ «ἐν διαρκεῖ ἀκροάσει» μὲ τὸ Κέντρο, εἴχαμε περισσότερη σιγουριά. Ὅταν ἐπικοινωνούσαμε κάθε δυὸ ὧρες, νιώθαμε μία ἀνασφάλεια.
Ὅταν ἐπικοινωνούσαμε μόνο δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα, πρωὶ καὶ βράδυ, τότε νιώθαμε ξεκρέμαστοι. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν προσευχή. Ὅσο περισσότερο προσεύχεται κανείς, τόσο περισσότερη πνευματικὴ σιγουριὰ νιώθει. Εἶναι ἀσφάλεια ἡ προσευχή.
Ἂν βρισκώμαστε σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ καὶ «ἐν διαρκεῖἀκροάσει» μὲ τὸν Θεό, θὰ προλαβαίνουμε κάθε κακό. Μιὰ φορὰ μέσα σὲ ἕνα λεωφορεῖο ἦταν ἕνας μοναχὸς ποὺπροσευχόταν μὲ κλειστὰ μάτια καὶ οἱ ἄλλοι νόμιζαν ὅτι κοιμᾶται.
Κάποια στιγμὴ ἕνα φορτηγὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση χτύπησε πάνω σὲ μιὰ κολόνα τῆς ΔΕΗ καὶ τὰ αὐτοκίνητα ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ρεῦμα συγκρούστηκαν μεταξύ τους καὶ ἔπαθαν μεγάλη ζημιά.
Τὸ λεωφορεῖο ὅμως βρέθηκε λίγα μέτρα ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμο, σὰν νὰ τὸ πῆρε ἕνα ἀόρατο χέρι, καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἐπιβάτες δὲν ἔπαθε τίποτε. Ἡ προσευχὴ τοῦ μοναχοῦ τοὺς ἔσωσε.
– Γέροντα, συχνὰ λαϊκοὶ ρωτοῦν πῶς θὰ συνηθίσουν νὰ προσεύχωνται.
– Κοίταξε, παλιά, μερικοὶ ποὺ ξεκινοῦσαν γιὰ τὸν Μοναχισμὸ καὶ εἶχαν σκληρὸ χαρακτήρα, πήγαιναν καὶ ἀσκήτευαν σὲ ἀπόκρημνα βράχια, μέσα σὲ σπηλιές, σὲ τάφους εἰδωλολατρῶν ἢ σὲ κατοικητήρια δαιμόνων.
Ἐκεῖ διέτρεχαν ἕνα σωρὸ κινδύνους – ἔτρεμαν μήπως ξεκοπῆ ὁ βράχος, μούγκριζαν οἱ δαίμονες κ.λπ. – καὶ ὁφόβος τοὺς ἀνάγκαζε νὰ φωνάζουν συνέχεια: «Χριστέ μου. Παναγία μου».
Ἔτσι τοὺς ἔμενε ἡ καλὴ συνήθεια τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Σήμερα, μὲ τὰ ξενύχτια, τὰ ναρκωτικὰ κ.λπ. πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὁδηγοῦν δὲν ἐλέγχουν τὸν ἑαυτό τους. Ὁπότε ξεκινάει κάποιος νὰ πάη στὴν δουλειά του καὶ δὲν ξέρει ἂν θὰ γυρίση ζωντανὸς στὸ σπίτι του ἢ θὰ βρεθῆ σακατεμένος σὲ κανένα νοσοκομεῖο. Αὐτὸ δὲν τὸν ἀναγκάζει νὰ λέη συνέχεια: «Χριστέ μου, Παναγία μου»;
Ἂν οἱ λαϊκοὶ ἀξιοποιοῦσαν τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχουν, θὰ μᾶς εἶχαν ξεπεράσει ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς στὴν προσευχὴ καὶ θὰ ἀπέφευγαν καὶ τοὺς κινδύνους.
Ἦρθε κάποιος στὸ Καλύβι πολὺ στενοχωρημένος, γιατὶ ἀπὸ ἀπροσεξία χτύπησε μὲ τὸ αὐτοκίνητό του ἕνα παιδάκι. «Εἶμαι ἔνοχος», ἔλεγε. «Προσευχόσουν ἐκείνη τὴν ὥρα;», τὸν ρώτησα. «Ὄχι», μοῦ εἶπε. «Δὲν εἶσαι τόσο ἔνοχος ποὺ χτύπησες τὸ παιδί, τοῦ εἶπα, ὅσο εἶσαι ἔνοχος, ἐπειδὴ δὲν προσευχόσουν».
Καὶ τοῦ ἀνέφερα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ ποὺ εἶχα ὑπ’ ὄψιν μου: Εἶχα γνωρίσει ἕναν ὑπάλληλο ποὺ εἶχε φθάσει σὲ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς. Ἔλεγε τὴν εὐχὴ συνέχεια, καὶ στὴν δουλειά του καὶ στὸν δρόμο, καὶ παντοῦ.
Ἡ προσευχή του εἶχε γίνει αὐτενέργητη καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα δοξολογίας καὶ ἀγαλλιάσεως. Ἐκεῖ ποὺ ἐργαζόταν στὸ γραφεῖο του, ἔβρεχε τὰ χαρτιὰ μὲ δάκρυα. Γι’ αὐτὸ σκεφτόταν νὰ φύγη ἀπὸ τὴν δουλειά του μὲ μειωμένη σύνταξη, καὶ ἦρθε στὸ Καλύβι νὰ μὲ ρωτήση τί νὰ κάνη.
«Μὴ φεύγης, τοῦ εἶπα, καί, ὅταν σὲ ρωτοῦν οἱ συνάδελφοί σου γιατί κλαῖς, νὰ λές: «Θυμήθηκα τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα μου»». Μιὰ μέρα λοιπόν, ἐνῷ ὁδηγοῦσε, πετάχτηκε ξαφνικὰ μπροστά του ἕνα παιδάκι. Τὸ πέταξε πέρα σὰν σβούρα, ἀλλὰ τὸ παιδὶ δὲν ἔπαθε τίποτε. Φύλαξε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς προσευχόταν.
ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ ς΄, ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2012, σσ. 27-30.