Mέχρι τον 10ο περίπου αιώνα όταν ο Ιερέας έλεγε «τας θύρας τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν» έμεναν μέσα στον Ναό μόνον οι μυημένοι, οι πιστοί χριστιανοί και ετελείτο το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Όσοι έμεναν, στο τέλος της Θ. Λειτουργίας, κοινωνούσαν όλοι.
Αυτή η προτροπή (τας Θύρας τας Θύρας…) είναι η αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι δεν ήταν πάντα ετσι τα πράγματα όπως σήμερα, ότι δεν ήταν όλοι οι ανθρωποι αυτονόητα μέλη της Εκκλησίας, ότι υπήρχε σαφής διάκριση ανάμεσα στους χριστιανούς και τους μή χριστιανούς και ότι για να γίνει κάποιος δεκτός ως χριστιανός και πλήρες μέλος της Εκκλησίας επρεπε να πληροί συγκεκριμμένες προϋποθέσεις.
Αυτό το δεύτερο μέρος της θείας Λειτουργίας, στη Λειτουργία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, συμμετέχουν μόνο οι βαπτισμένοι πιστοί.
Οι κατηχούμενοι που δεν βαπτίστηκαν, οι εχθροί και οι αμύητοι στα δεδομένα της Εκκλησίας αποκλείονται. «Οι κατηχούμενοιι προέλθετε» «τάς θύρας, τάς θύρας εν σοφία. Πρόσχωμεν»! Γιατί;
Διότι οι αβάπτιστοι, οι εχθροί και γενικά οι αμύητοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις για να κατανοήσουν και να συμμετάσχουν στα υπό της Εκκλησίας τελούμενα και ιδίως στο Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Η Θ. Λειτουργία, ιδίως το Β΄ μέρος είναι μόνο για τους πιστούς.
Οι εχθροί και οι αμύητοι χρειάζονται κατήχηση, βάπτισμα και μεγάλη προετοιμασία προκειμένου να κατανοήσουν τα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Αυτή τη σημασία έχουν οι λόγοι του Χριστού: «Μή δώτε το άγιον τοίς κυσί (σκυλιά) μηδέ βάλητε τοίς μαργαρίτες υμών (ό,τι πολύτιμο έχετε) έμπροσθεν των χοίρων» (Μάτθ. ζ΄ 6).
Όμως αυτή η φράση, πέρα από την κυριολεκτική και πρακτική της προσταγή, κρύβει (για τους πιστούς) και έναν βαθύτατο συμβολισμό.
Ο ιερός Καβάσιλας ερμηνεύοντας την Θ. Λειτουργά αναφέρει:
«Τας θύρας, τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν», συμπληρώνει ο λειτουργός. Μ’ αυτό θέλει να πει: «Ανοίξτε διάπλατα όλες τις πόρτες, δηλαδή τα στόματα και τα αυτιά σας, στην αληθινή σοφία, δηλαδή σε όσα υψηλά μάθατε και πιστεύετε για το Θεό.
Αυτά συνεχώς να λέτε και να ακούτε, και μάλιστα με ζήλο και προσοχή».Τότε οι πιστοί απαγγέλλουν δυνατά το Σύμβολο της Πίστεως («Πιστεύω εις έναν Θεόν…»).
Την ώρα του «συμβόλου της πίστεως» γινόταν η αποκάλυψη και ο «ριπισμός των τιμίων δώρων».
Πάνω δηλαδή από τα δώρα κουνούσαν οι διάκονοι τα ριπίδια, ειδικά αντικείμενα σαν εξαπτέρυγα, από φτερά παγωνιού ή και μεταλλικά, για πρακτικούς σκοπούς· «Για να απομακρύνονται δηλαδή από τα ιερά σκεύη τα διάφορα έντομα που κατά τους θερινούς ιδίως μήνες αφθονούσαν στις χώρες της Ανατολής, δεν λείπουν δε και μέχρι σήμερα από τους ναούς μας» . Αυτό γινόταν μέχρι τον 14ο αιώνα.
Σήμερα βλέπουμε τον ιερέα να κουνάει τον «αέρα» την ώρα του Συμβόλου της Πίστεως και λίγοι ξέρουν πως αυτό είναι ο παλιός «ριπισμός». Λόγοι πρακτικοί μια και δεν ήταν πάντοτε δυνατή η παρουσία διακόνων, ανάγκασαν τους ιερείς να ριπίζουν με τον «αέρα». Τα εξαπτέρυγα που βρίσκονται πίσω από την αγία Τράπεζα είναι ακριβώς τα παλιά ριπίδια.