Ἄγνωστος συγγραφεύς
Δειλινό. Ὑπερκόσμια ἡσυχία ἐπικρατεῖ μέσα στὸ Ἱερό. Μιὰ ἐλάχιστη ποσότητα θυμιάματος περιφέρεται ἀκόμη, καὶ καθαγιάζει τὸν ἀέρα, ὁ ὁποῖος σιωπᾶ, συγκλονισμένος, ἀπὸ τὰ φρικτὰ μυστήρια πού ἔζησε στὴν πρωϊνὴ λειτουργία, αὐτόπτης καὶ ἀψευδὴς μάρτυρας, τῆς σφαγῆς τοῦ Ἀμνοῦ, ὑπὲρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ ζωῆς αἰωνίου, ἁπάντων ἡμῶν.
Ὁ Ναός. Μικρὸς ἐνοριακός, τυπικός, ἀλλὰ ζεστὸς συνάμα καὶ προπάντων μὲ ἀγάπη κτισμένος καὶ ἀφιερωμένος, μὲ διττὴ φύση καὶ ὑπόσταση, προερχόμενος ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα τῆς τοῦ Θεοῦ εὐδοκίας, ἀλλὰ καὶ τὸ τὸ καθημερινὸ ὑστέρημα τῶν ἀνθρώπων.
Ἠμισκοτεινός, τώρα, ξαποσταίνει, καὶ ἀναλογίζεται, νοσταλγεῖ τὸ ἐκκλησίασμά του, συντροφιά μὲ μιὰν ἅγια θαλπωρή, τὸν κυκλικὸ ὑπεραιώνιο χορὸ τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων, καὶ τῶν Πατέρων, νὰ μιλᾶ ἀπευθείας μὲ τὴν γλώσσα τῆς Πεντηκοστῆς, βαθιὰ ἐσωτερικὰ στὴν κάθε ψυχή, σὲ ὅποια ψυχὴ ἀκόμα εἶναι νωπή, καὶ μπορεῖ νὰ ἐνωτισθεῖ τὰ μυστικὰ κελεύσματά τους, ψυχὴ πού δὲν ἔχει ἀποξηρανθεῖ, καὶ πορρωθεῖ, εἰς τέλους.
Κάποιος εἶναι ἀκόμη μέσα στὸν Ναό, αὐτὴν τὴν μοναχικὴ ὥρα, μόνος στὸ ἠμισκόταδο, σὰν νέος Ἰωνάς, κλεισμένος ὅμως οἰκειοθελῶς, αὐτός, νὰ διακονεῖ ὅλη τὴν ζωή του, ἐντὸς τῶν σπλάγχνων ἑνὸς «κήτους» ἁγίου, μόνος, νὰ θαλασσοπορεῖ στὰ κύματα τοῦ παρόντος βίου καὶ τῆς φουρτούνας τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου.
Καθισμένος σὲ μιὰ ἄκρη, ἐκεῖ στὴν ἁγιασμένη, τὴν ἐξομολογητική, φθηνὴ καὶ ἀνεκτίμητη, ξύλινη καρέκλα του, ὅσιο ἀπομεινάρι ἀπὸ τὸν καιρό, πού πρωτοῆρθε νὰ ἐργαστεῖ στὸν θερισμὸ τῶν ψυχῶν, στὰ δεξιὰ ὅπως θεωροῦμε τὸ Ἱερό, ξαποσταίνει ὁ γέρων ἐφημέριος καὶ Πνευματικός.
Μακάριος ἀνήρ. Πολυκαιρισμένη ὕπαρξη, πάλλευκη, κατάκοπη. Πάντα πρόθυμη, πάντα νέα. Ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει ἡλικία. Ἀπὸ τὸ ἄχρονο ἔρχεται καὶ ἐκεῖ πορεύεται, παρὰ ταῦτα ἐν χρόνῳ κινούμενη ἡ ἴδια.
Τὸν ἔχει στολίσει περίτεχνα ἡ φθορά, τὸν γέροντα, μὲ τέχνη, καὶ δέος, τὸν ἔχει σεβασθεῖ, μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ ἑνὸς καλλιτέχνη πού θέλει νὰ ἀποδώσει τίμια τὸ βάθος τῶν πραγμάτων, καθὼς κάθε ρυτίδα, κάθε σημάδι γήρατος, ἀπὸ τὸ ἀποστεωμένο χέρι πού εὐλογει, λογικὰ καὶ ἄλογα κτίσματα δεκαετίες τώρα, ἕως τὰ θολὰ μάτια του πού ἐκπέμπουν ὅμως ἐναργέστατα, τὴν ἀγάπη τῆς καρδίας του, εἶναι ἀφορμὴ εὐλαβείας, καὶ τιμῆς πρὸς τὸ πρόσωπό του.
Κάθεται σκυφτός, γερμένος, σχεδὸν καμπουριάζει. Ὄχι δὲν εἶναι τὰ χρόνια. Πότε δὲν τὰ μέτρησε αὐτά, ὅπως καὶ τοὺς κόπους του ἄλλωστε. Αὐτὰ τὰ ὑπομένει, τὰ εὐλογεῖ καὶ τὰ δικαιώνει, δὲν κοιτᾶ ποτέ τὸ ρολόγι του, ἀλλὰ ἀναμένει στωϊκᾶ, εὐχαριστιακά τὸν χρόνο, πού τοῦ ἔχει δοθεῖ ἄνωθεν, καὶ δὲν βλέπει τὴν ὥρα, τὴν μυστικὴ καὶ τὴν ἅγια, πού θὰ πεῖ τὸ τελευταῖο «Δὶ’ εὐχῶν», ὥστε νὰ περάσει ἀπέναντι, νὰ βρεῖ καὶ νὰ προσκυνήσει, τὸν μυριοπόθητο Κύριο καὶ Θεό του, πού τόσο πιστὰ ὑπηρέτησε καὶ ὑπηρετεῖ.
Εἶναι κάτι ἄλλο πού τὸν βαραίνει καὶ τὸν λυγίζει ὧρες, ὧρες. Εἶναι ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων, πού τοῦ βαραίνει τὴν πλάτη, τὸ θυμικό, τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του, πού τοῦ ἔχει ἀφήσει κάποιες πληγές, κρυφὰ σημάδια μέσα του, ἕνα ἄνομο ἡφαίστειο, πού τὸν καίει ἐσωτερικά, καὶ τὸν ἐξουθενώνει.
Κρατεῖ τὸ εὐχολόγιο, κάπου ἔχει νὰ πάει, κάπου τὸν καλοῦν, κάπου τὸν πέμπει ὁ Κύριος, κρατεῖ κομποσχοίνι, τὸ ράσο δεύτερο δέρμα του, τὰ παπούτσια λιωμένα, τὰ χεριὰ λευκά, ὅπως τὸ πρόσωπό του.
Αὐτὸ τὸ πρόσωπο! Εἰκόνα τοῦ Πλάστη, μιὰ ξεθωριασμένη ἁγιογραφία τοῦ Πανσελήνου, καταλάμπει τὸ Φῶς τῆς Χάριτος, σὰν αὐγουστιάτικο φεγγάρι, μεγαλόπρεπο καὶ σεμνοπρεπές, μέσα στὸ κατασκόταδο τοῦ κόσμου.
Ψίθυροι ἀκούγονται γύρω, στὸν ἔρημο Ναό, ἀναφιλητά, ἀναμειγμένα μὲ μεταμέλεια, ἴσως καὶ ἀληθινὴ μετάνοια, ναὶ εἶναι καὶ αὐτή, ὄχι πάντα, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ξέρει ὁ καθένας, μιὰ νέα ἀρχή, καὶ νέα υἱοθεσία, διάθεση ἀλλαγῆς πορείας, ζωῆς, φωτισμός, εὐχαριστία, γόνατα τριμμένα, μάτια κλαμμένα, εἰλικρινά, καθαρά, χαρὰ ἀνείπωτη, ξαλάφρωμα γιὰ τὴν Εὐχὴ τῆς Συγχωρήσεως, Δόξα καὶ Λατρεία, γιὰ τὸν Πανοικτίρμονα Πατέρα τῶν Οὐρανῶν, πού ὅλα τὰ συγχωρεῖ καὶ τὰ περιχωρεῖ, γιὰ τὰ τεκνία Του, τὰ παιδάκια Του, τὰ πολυφίλητα, τὰ μοναχοπαίδια Του, τὰ ὁποία καὶ ἀναμένει ἀτέρμονα καὶ ὑπομονετικά.
Ἀναμένει τὸν καθένα ταλαίπωρο ἀνθρωπίσκο, μέχρι νὰ πάρει ἀπόφαση νὰ γίνει θεός, μέχρι νὰ παύσει νὰ ἀδικεῖ τὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ βάλει μιὰ ἀρχὴ νὰ γίνει, ξανὰ ἀπὸ ἄσωτος, ἔτσι ὅπως τὸν ἔχει ἐπιθυμήσει καὶ πλάσει καὶ κελεύσει πρὸ καταβολῆς κόσμου ὁ Θεός, ἡ ἐνυπόστατη Ἀγάπη καὶ Πατρότητα.
Γλυκεία μελαγχολία, νοσταλγία, ὄχι συναισθηματική, ὄχι τῆς στιγμῆς, ὄχι ἐπιδερμική, ἄπαγε, ἐδῶ δὲν χωροῦν ρομαντισμοί, οὔτε φθηνὲς συγκινήσεις, ἀλλὰ ἀπροσδιόριστα αἰσθήματα βαθιά, μύχια, ἀνακινοῦνται, μέσα στὰ δομικὰ στοιχεῖα τῆς ψυχῆς, στοὺς ἁρμούς της, στὸ «φέροντα σκελετό» της, ὅπως λένε οἱ μηχανικοί, τὸν κατέχουν τὸν γέροντα Ἱερέα.
Ἀναρίθμητες μικρὲς παλιὲς καὶ νέες μνῆμες, τὸν συνέχουν αὐτὲς τὶς λίγες σπάνιες στιγμές, τῆς περισυλλογῆς καὶ τῆς ξεκούρασης, μικρὲς διακοπὲς τῆς ἱερῆς ἀδιάκοπης καὶ ἀκάματης διακονίας του, χάριν τῆς ὁποίας καίγεται σὰν λαμπάδα πασχαλιάτικη, ἀργολιώνει καὶ ἀναλώνεται, ὡς ἀνάθημα καὶ ἀφιέρωση γιὰ τὸν ἀδελφό, τὸν ἁμαρτωλό, τὸν κατατρεγμένο.
Θυμᾶται ὅλους καὶ ἕναν ἕναν ξεχωριστά, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, κάθε ἡλικίας καὶ τάξεως, ὅπου γῆς βασανισμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ τὸν ἄρχοντά της, νὰ τοῦ ξεκλειδώνουν μπροστά του τὰ διπλοκλειδωμένα ἀμπάρια τῆς ψυχῆς τους, νὰ ζητοῦν ἔλεος, παρηγόρια, συμπόνοια, κάθαρση καὶ νέο νόημα καὶ πορεία.
Ἡ νέα γυναίκα μὲ τὴν ἀδιέξοδη σχέση, ὁ ἀπελπισμένος ἄνδρας, πού λύγισε, τὸ παιδὶ μὲ τὸ διαλυμένο σπίτι, ἡ οἰκογένεια πού σπαράσσεται, ὁ πόνος τῆς ἀπώλειας, τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, οἱ ἀστοχίες, ἡ ἀγνωσία τοῦ κόσμου, τὰ κρυφὰ καὶ ἀνίκητα πάθη, οἱ συνεχεῖς πτώσεις, ζήλιες, ἡ βασίλισσα καὶ ἀφέντρα κακία, ἡ ἀνομία, ἡ αὐξανούμενη ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων, ὅλα αὐτὰ τὰ παλεύει κατὰ μέτωπο χρόνια καὶ χρόνια.
Καὶ νικᾶ μὲ τὴν Χάρη. Νικᾶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γίνεται προέκταση τῶν χειρῶν Του, παιδαγωγὸς καὶ χειραγωγὸς εἰς Χριστόν, ποιμαντικὸ διαμάντι, σοφία ἀσκητική, συνετὸς πατέρας καὶ ἀδελφός, ἑξακτινώνει καὶ διοχετεύει τὴν ἀπειρόμορφη ἄκτιστο ἐνέργεια, ὡς καλὸς ἀγωγός της.
Οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀναζητοῦν. Κάθε ὥρα καὶ στιγμή. Νέος Μωϋσῆς καθοδηγεῖ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν ἄνυδρη ἔρημο, στὴν γῆ Χαναᾶν. Καὶ αὐτὸς ἐκεῖ, πάντα ἐκεῖ. Χωρὶς ζωὴ δική του, χωρὶς δικαιώματα, μόνο ὑποχρεώσεις, καθήκοντα, καὶ ἀνεξάντλητο φιλότιμο, τὴν ζωή του.. α, ναί! Τὴν ζωή του..
Αὐτὴ τὴν εἶχε ξεχάσει, ἀλήθεια, ἀφοῦ τὴν ἔχει δώσει δανεικὴ καὶ ἀγύριστη γιὰ τοὺς ἄλλους. Χάρισμα, δῶρο τοῖς πάσι τὰ πάντα, γιὰ νὰ κερδίσει μιὰ ψυχὴ γιὰ τὸν Χριστό. Ἕνα ἐκ τῶν ἐλαχίστων.
Δὲν περιμένει εὐχαριστῶ, δὲν παίρνει τίποτα ἀπὸ κανέναν, τὰ ἔχει ἀκούσει ἀπὸ τὴν καλὴ καὶ τὴν ἀνάποδη ἀπὸ πολλούς, δὲν πειράζει, δὲν τρέχει τίποτα, ὅλα καλὰ ὅλα δεξιά.
Δόξα τῷ Θεῷ, δὲν ζητεῖ τὰ ἑαυτοῦ, μόνο ἐπιθυμεῖ ταπεινὰ νὰ τὸν ἔχουν γιὰ ὁδηγό, νὰ τὸν ἀφήνουν νὰ τοὺς βάζει νὰ ταξιδεύσουν, δωρεὰν πρώτη θέση, ἐπάνω στὸν σίγουρο δρόμο, πού ὁδηγεῖ στὸν Θεό, δρόμος πού δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ αὐτὸν πού φορᾶ ἐκ νεότητός του, πάνω ἀπὸ τὸ ράσο του, νὰ εἶναι τὸ βαρύτιμο πετραχήλι του, ἀσήκωτο ἀπὸ τὸ δάκρυ τοῦ κόσμου, εὐθεία ὁδός, ὅπως καὶ τὸ σχῆμα του, μιὰ ὁδὸς σωτηρίας καὶ ψυχικῆς ἀναπαύσεως, μὲ καταληκτικὸ προορισμὸ τὸν Παράδεισο.
Πόσα ἔχει δεῖ, πόσα ἔχει ἀκούσει, πόσα ἔχει ἀποσιωπήσει, πόσα ἔχει ὑπομείνει, πόσες φορὲς ἔχει σκάσει τὸν ἐχθρό του ἀνθρώπινου γένους, ἀποστερώντας τὸν ἀπὸ τὰ θύματά του, φορτώνοντας τὸν μὲ βαριὲς ἧττες, πόσα κακὰ ἔχει ἀποτρέψει, πόσο ἔχει εὐαρεστήσει Θεὸ καὶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποστολική του διαδοχὴ πόσο τὴν ἔχει τιμήσει.
Ἑσπέρας καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα, φθάνει στὸ τέλος τοῦ δρόμου. Ἔχει μιὰ ἐπιθυμία. Ὄχι δὲν εἶναι γιὰ αὐτόν, τὰ εἴπαμε πάλι. Θέλει, νὰ γινόταν, ἂχ ἂς γινότανε νὰ περνούσανε ὅλοι, ἀπὸ τὸ πετραχήλι του.
Θέλει νὰ εἶχε ἡ ἡμέρα, πολλὲς παραπάνω ὧρες, θέλει νὰ ἦταν ἡ οὐρὰ γιὰ ἐξομολόγηση χωρὶς τέλος, θέλει καὶ προσεύχεται νὰ μὴν μείνει καμία ψυχή, ἔξω ἀπὸ τὸν Βασιλικὸ Νυμφώνα, ἀπὸ τὸ ἀτέλειωτο γαμήλιο τραπέζι τοῦ Νυμφίου καὶ τῶν καλεσμένων Του. Μιὰ ἀκόμα, ἀκολουθία, ἕνας ἀκόμα Ἑσπερινός, ἕνας Ὄρθρος, ἡ Θεία Εὐχαριστία νὰ εἶναι ὅλο τὸ Εἶναι του.
Θὰ πεθάνει ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν θὰ πεθάνει πότε, ἰσόβιος διακονητὴς ἀμπελῶνος Κυρίου, ἴσως μὲ ἕνα Μεγαλυνάρι, ἕνα Θεοτοκίο στὰ χείλη, μιὰ εὐχὴ εἰς ψυχορραγοῦντα, εὐχὲς γιὰ στερέωση γάμου, καὶ τεκνογονίας, ἁγιασμὸ οἴκου, εὐχὲς συγχωρητικές, μιὰ ζέουσα ἀγκαλιά, καὶ μιὰ προσφορά ἀγάπης σὲ ἕναν πεινασμένο, ἕναν καλὸ λόγο, μιὰ παρηγορία, μιὰ ἀνάσα γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ ζωή.
Ποιὸς ξέρει; Ἑαυτὸν καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωήν του, εἰς Χριστὸν τὸν Θεόν, τὴν ἔχει παραθέσει. Ὅλα τὰ κυβερνᾶ ὁ Κύριος καὶ τὰ κανονίζει ἀλάνθαστα, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Του καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Του. Θυμᾶται, ἐλπίζει καὶ περιμένει. Εἶναι ἥσυχος καὶ ἀναπαυμένος.
Σὲ λίγο θὰ φύγει ξανά, γιὰ τὴν διακονία του. Ἡ ἀνάπαυση; Ὄχι σὲ αὐτὴν τὴν ζωή, δὲν προβλέπεται. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του. Ἂς εὔχεται καὶ ἂς μᾶς μνημονεύει, νῦν καὶ ἀεί.
Ἀφιερώνεται στοὺς ὅπου γῆς Πνευματικούς, τοὺς ἀόκνους καὶ ἀκάματους διακόνους, Χριστοῦ καὶ ἀνθρώπων, στὶς ἄγκυρες τῆς ἐλπίδος, τὶς ἀκτίνες φωτός, τὰ κανδήλια ἀφιερωμένα καὶ ἀκοίμητα, τὰ θυμιατήρια τῆς ἀγάπης, τοὺς εὐλαβεστάτους ὁσίους πατέρες καὶ ἀδελφούς, πού ἀνάλωσαν καὶ ἀναλώνουν τὴν ζωή τους, ὡς εὐωδιαστὰ ὁλάνοιχτα παράθυρα, πού ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀναπνεύσει καὶ νὰ ζήσει ὁ κόσμος…