Ο Γέρων Αιμιλιανός ήταν είκοσι δύο χρόνια μικρότερος από τον παπά Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, κι όμως η Υπεραγία Θεοτόκος είχε κρίνει ότι εκείνος ο ιερομόναχος ήταν σε θέση να αντιληφθεί τα βιώματα του σπουδαίου αγιορείτη, κι όπως αργότερα εξομολογούνταν ο παπά Εφραίμ:
«Οι καρδιές μας έγιναν ένα και συναντιόμαστε σαν δύο φλόγες που ανεβαίνουν στον ουρανό!»
Στην πρώτη εντύπωση, ο παπά Εφραίμ είχε παρεξηγήσει τον μετέπειτα Γέροντα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη.
Τον είχε δει κάπως καλοφτιαγμένο, του φάνηκε κάπως «σιδερωμένος», ατσαλάκωτος που λέμε, έμοιαζε κάπως σαν πριγκιπόπουλο, ώστε είπε από μέσα του:
«Ε, καλά, ένας παπάς σαν τους άλλους που ήρθε να συζητήσουμε για προσευχή!
Με σιδερωμένα ράσα και πουκάμισο! Άντε, να του δώσω ένα λουκούμι και να φύγει!».
Ο Γέρων Αιμιλιανός, έτσι όπως ήταν από τη φύση του καλοσυνάτος, ευγενής, ολόλαμπρος, έβγαλε με σεμνότητα τον σκούφο του, καθήμενος σεβαστικά απέναντι στον Γέροντα Εφραίμ.
«Είμαι ηγούμενος στα Μετέωρα» συστήθηκε ο Γέρων Αιμιλιανός. Φαινόταν ότι είχε έρθει με λαχτάρα για να συζητήσει με τον παπά Εφραίμ περί νοεράς προσευχής.
«Στα Μετέωρα πολύς κόσμος» αποκρίθηκε ο παπά Εφραίμ, ίσως ακόμη με μία άρνηση μέσα του για εκείνον τον απρόσμενο επισκέπτη. «Να έρθετε στο Άγιον Όρος» προτίμησε να πει.
Κάτι, όμως, ειδοποιούσε τον παπά Εφραίμ, μέσα του ενδομύχως, ότι κάπως είχε αδικήσει στην κρίση του εκείνον τον νεαρό ηγούμενο από τα Μετέωρα, ο οποίος, εξάλλου, είχε κοπιάσει αρκετά, μαζί με άλλους δύο, για να έρθουν σε συνάντηση μαζί του.
«Μήπως τον αδικώ τον άνθρωπο;» συλλογίστηκε ο παπά Εφραίμ. Πήγε να φέρει το λουκούμι για το κέρασμα, ενώ μέσα του βαρούσε μία πολύ βαριά αμφιβολία. «Και δεν παίρνω μια πληροφορία;» είπε για να σιγουρευτεί.
Πήγε ο παπά Εφραίμ παραμέσα στο εκκλησάκι του, στην εικόνα της Παναγίας, έχοντας βάλει για σκοπό να πάρει οπωσδήποτε «πληροφορία» περί του πατρός Αιμιλιανού, αυτουνού του μουσαφίρη του απέξω, του ατσαλάκωτου απ’ τα Μετέωρα.
Έκανε δυο, έκανε τρεις μετάνοιες ο παπά Εφραίμ, είπε μετά προς τη Θεοτόκο: «Παναγία μου, να του μιλήσω, ή θα χάσω τα λόγια μου;».
Ακούει, τότε, ο Εφραίμ ο Κατουνακιώτης την ίδια την Υπεραγία Θεοτόκο να του αποκρίνεται μέσα από την εικόνα Της:
«Βρήκες δεύτερον Γέρο Ιωσήφ. Μίλα!!» του λέει.
[Αναφέρονταν η Θεοτόκος στον μακάριο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, τον αετό των αετών του Αγίου Όρους κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνος και εκλιπόντα πνευματικό πατέρα του παπά Εφραίμ] .
Αναστατώθηκε ο παπά Εφραίμ. Ω, ίδρωσε! Τρόμαξε. «Ω, εγκλημάτησα κατά του εαυτού μου!!» είπε με τρομάρα. Έτρεξε έξω, πήρε μαζί του τον πατέρα Αιμιλιανό και τον έχωσε μέσα στο εκκλησάκι. Θα πρέπει να συζήτησαν κάμποσες ώρες μεταξύ τους και από τότε δε χώρισαν ποτέ τους.
Ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε συχνά γι’ αυτόν τον θεόσταλτο των Μετεώρων: «Βρήκα τον απολεσθέντα Γέροντά μου, έναν άλλο Γέρο Ιωσήφ, τον χρυσόγλωσσο και σεβαστό Γέροντα Αιμιλιανό!».
Άλλοτε, είπε για τον Αιμιλιανό: «Αυτός, παιδί μου, είναι ευωδία».