Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, ο περίφημος διδάσκαλος του ασκητισμού, αποφάσισε κάποτε ν’ αφήση για λίγο την πολυπόθητη ησυχία του στην έρημο και να κατέβη στην πόλι. Είχε επιθυμία να προσκυνήση τα άγια λείψανα, που βρίσκονταν τότε στην ΄Εδεσσα, αλλά και να συναντηθή με εκκλησιαστικούς άνδρες, για να συζητήση μαζί τους δογματικές αλήθειες.
Ζούσε σε μια εποχή, που η ορθή πίστη χτυπιόταν απ’ όλες τις μεριές από φοβερές αιρέσεις.
– Κύριε, προσευχήθηκε προτού ξεκινήσει, στείλε μου μπροστά μου, καθώς θα περνώ την πύλη της πόλεως, έναν άνθρωπο που να με διδάξη.
Μα τη στιγμή που έμπαινε στην πολυάνθρωπη Έδεσσα, ο πρώτος άνθρωπος που βρέθηκε στο δρόμο του, ήταν μια κοινή γυναίκα, που στάθηκε και τον κύτταζε αδιάντροπα. Ο Όσιος παραπονέθηκε στον Κύριο, που παραχώρησε να βρη το αντίθετο απ’ ότι είχε ζητήσει.
’Υστερα γύρισε αυστηρό το βλέμμα του στη γυναίκα και της είπε απότομα, για να της προκαλέση κάποια συστολή:
– Απορώ πώς δεν κοκκινίζεις από ντροπή που τολμάς να με κυττάζης με τόση επιμονή.
– Εγώ του αποκρίθηκε εκείνη μ’ ετοιμότητα, κάνω αυτό που μου ταιριάζει. Από την πλευρά σου πλάστηκα, εσένα πρέπει να κυττάζω. Του λόγου σου όμως, που πλάστηκες από το χώμα, καλά θα κάνης να έχης διαρκώς το βλέμμα σου ριγμένο σ’ αυτό.
Παίρνοντας τόσο σωστή απάντηση ο μέγας Όσιος, ευχαρίστησε μ’ ευγνωμοσύνη τον Θεό. Πιο ωφέλιμη διδασκαλία απ’ αυτή δεν του χρειαζόταν πλέον.