Στὸ Γηροκομεῖο τῆς Ἁγιορειτικῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου ἦταν ἕνας Παρανοσοκόμος, ὁ Πατέρας Γρηγόριος, λίγο ἀφελὴς μέν, ἀλλὰ πολὺ καλοκάγαθος.
Μοῦ εἶχε διηγηθῆ ὁ ἴδιος, πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια περίπου, ὅτι ὅταν ὑπηρετοῦσε στὸ Γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, τοῦ εἶχε δώσει ἕνας ἀδελφὸς ἕνα σταφύλι εὐλογία.
Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν καλωσύνη του δὲν τὸ ἔφαγε, ἀλλὰ τὸ ἔκοψε μικρὰ τσαμπάκια καὶ τὸ μοίρασε στὰ Γεροντάκια.
Ἕνα δὲ φιλότιμο Γεροντάκι τοῦ ἔδινε συνέχεια εὐχές: «Καλὸ Παράδεισο! Καλὸ Παράδεισο!», γιατὶ ἦταν καὶ τὸ πρῶτο σταφύλι ποὺ εἶχε γευθῆ, ἀφοῦ τὰ σταφύλια δὲν εἶχαν ὡριμάσει ἀκόμη.
Ὁ Παρανοσοκόμος λοιπὸν μὲ τὴν ἀφέλειά του τοῦ ἀπήντησε ἀστειευόμενος:
– Φάε, εὐλογημένε μου, σταφύλι. Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος καὶ ἡ κόλαση.
Παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν τὸ πίστευε αὐτὸ –τὸ εἶπε ἀστεῖα καὶ εἶχε ἐλαφρυντικὰ λόγῳ τῆς ἀφελείας του– τί ἔπαθε ὅμως;
Βλέπει τὴν νύκτα ἕνα φοβερὸ ὄνειρο, ἀλλὰ ἔνιωθε σὰν νὰ ἦταν ξυπνητός!
Ἀντίκρυσε λοιπὸν μία πύρινη θάλασσα καὶ ἀπέναντι ἕναν ὡραῖο κόλπο μὲ κρυστάλλινα παλάτια καὶ ἕναν σεβάσμιο Γέροντα, ποὺ ἔμεινε ἐκεῖ στὸν πολὺ ὄμορφο κόλπο, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε, ἀφοῦ καὶ τὰ γένια ἀκόμη φαίνονταν σὰν μεταξωτά.
Ἐκεῖ γνώρισε καὶ ἕναν Ἀδελφὸ τῆς Μονῆς, ποὺ εἶχε κοιμηθῆ πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια, καὶ τὸν ἐρώτησε τὶ εἶναι αὐτὰ τὰ παλάτια, γιατὶ τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση, καὶ ποιὸς ὁ σεβάσμιος Γέροντας.
Ὁ Ἀδελφὸς τοῦ εἶπε:
– Αὐτὸς εἶναι ὁ Γερο-Ἀβραάμ, καὶ αὐτὸς ὁ ὄμορφος κόλπος μὲ τὰ κρυστάλλινα παλάτια εἶναι «ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραάμ», ὅπου ἀναπαύονται οἱ ψυχὲς τῶν Δικαίων.
Ἐνῶ ὁ Ἀδελφὸς ἔλεγε αὐτά, τὰ ἀκούει ὁ Δίκαιος Ἀβραὰμ καὶ λέει μὲ αὐστηρὸ ὕφος στὸν Παρανοσοκόμο Πατέρα Γρηγόριο:
– Ἐσὺ νὰ φύγης γρήγορα ἀπὸ ἐδῶ, δὲν ἔχεις καμμία θέση!
Μὲ τὸ μάλωμα ὅμως ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, καὶ ὅπως ὁ Παρανοσοκόμος γύρισε νὰ φύγη βιαστικά, ἔνιωσε ὅτι τὸν ἄρπαξε ἡ φλόγα ἀπὸ τὴν πύρινη ἐκείνη θάλασσα καὶ ἀπὸ τὸν πόνο ξύπνησε.
Τὶ νὰ ἰδῆ ὅμως!… Τὸ πόδι του ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο ἔνιωσε τὸ κάψιμο, ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ φουσκάλες καὶ ἐγκαύματα καὶ πονοῦσε συνέχεια εἴκοσι ἡμέρες, μέχρι νὰ θεραπευθοῦν οἱ πληγὲς μὲ ἀλοιφὲς καὶ διάφορα ἄλλα πρακτικὰ βότανα.
Μετανόησε πολὺ γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶχε πεῖ καὶ ἦταν πολὺ προσεκτικὸς στὰ λόγια του στὸ ἑξῆς.
(*) Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σελ. 124-125, ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 1998. ● Ἐπιμέλ. ἡμετ.
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
Οἰκοδομὴ καὶ Παραμυθία
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
ΑΦΙΔΝΑΙ ΑΤΤΙΚΗΣ, ΕΛΛΑΔΟΣ
Ἀριθμὸς τεύχους 11 – ᾿Οκτώβριος 2017