«Όταν ζυμώνανε οι αδελφές, είχε πάρα πολύ μεγάλη χαρά να δίνη ως ευλογία ζυμωτό ψωμί.
Κάποτε στον Εσπερινό του Σαββάτου της Τυρινής είχε έρθει μια οικογένεια και η Γερόντισσα Μακρίνα, όταν την κατευόδωνε, είπε σε μια μοναχή να τους δώση ένα καρβέλι ψωμί, καίτοι η υπεύθυνη αδελφή την είχε ενημερώσει ότι ήταν το τελευταίο και δεν υπήρχε χρόνος να ζυμώσουν άλλο, διότι θα άρχιζε η Καθαρά Εβδομάδα.
Η Γερόντισσα είχε πλήρη εμπιστοσύνη ότι η Παναγία θα οικονομούσε το Μοναστήρι Της και έτσι το τελευταίο καρβέλι δόθηκε. Μετά το Απόδειπνο, και ενώ είχε κλείσει η πύλη της Μονής, κάποιος κτυπούσε το κουδούνι επιμόνως.
Ήταν ένας αρτοποιός, γνωστός της Μονής, ο οποίος είχε φέρει ένα αυτοκίνητο φρέσκα ψωμιά. Ήταν τόσο μεγάλη η ποσότητα, ώστε οι αδελφές το έκαναν παξιμάδι και πέρασαν με αυτό όλη τη Μ. Τεσσαρακοστή»(ΛΚ, 59).
(Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, ο Αντίχριστος, Σταμάτα 2016, σελ. 119 όπου και η πηγή)