Μία νοσοκόμα οδήγησε τόν κουρασμένο και πολύ αγχωμένο νεαρό στρατιωτικό στό θάλαμο.
«Ο γιός σου είναι εδώ», είπε στόν ηλικιωμένο πού ήταν ξαπλωμένος στό μοναδικό κρεβάτι τού δωματίου. Χρειάστηκε νά επαναλάβει τά λόγια της αρκετές φορέςμέχρι νά τόν δει νά ανοίγει μέ δυσκολία λίγο τά μάτια του.
Ό ηλικιωμένος πού είχε υποστεί ένα βαρύ καρδιακό επεισόδιο, κοίταξε πρός τό μέρος τού στρατιωτικού. Άπλωσε τό χέρι του. Ό νεαρός άντρας τό έπιασε μέ τά δύο του χέρια καί τό έσφιξε δυνατά προσπαθώντας νά τού δώσει ένα μήνυμα αγάπης καί ενθάρρυνσης.
Η νοσοκόμα τού έφερε μιά καρέκλα γιά νά μπορέσει να καθίσει δίπλα του στό κρεβάτι.
Όλη την νύχτα ό νεαρός στρατιωτικός έμεινε καθισμένος σέ αυτή τήν καρέκλα, σέ αυτόν τόν μισοσκότεινο θάλαμο. Μέχρι τό πρωί ο νεαρός δέν έφυγε καθόλου από τό πλάι του. Τού κρατούσε τό χέρι καί τόν ενθάρρυνε μέ λόγια αγάπης καί αισιοδοξίας.
Δέν ήταν λίγες εκείνες οι φορές πού η νοσοκόμα μπήκε στόν θάλαμο καί τού πρότεινε νά φύγει γιά λίγο, γιά νά ξεκουραστεί. Εκείνος κάθε φορά το αρνήθηκε ευγενικά.
Ό νεαρός ήταν προσηλωμένος τόσο στόν άρρωστο ηλικιωμένο, πού ούτε κάν έδινε σημασία στά γέλια καί στίς ομιλίες γιατρών καί νοσηλευτών πού ακούγονταν από το διάδρομο. Δέν τού αποσπούσαν τήν προσοχή ούτε οί κραυγές πόνου καί τά βογκητά τών ασθενών από τούς διπλανούς θαλάμους.
Όλο τό βράδυ μιλούσε στόν ετοιμοθάνατο ηλικιωμένο χωρίς όμως να παίρνει καμία απάντηση. Μόνο κάποιες φορές ένιωθε τό παγωμένο χέρι τού ηλικιωμένου πού προσπαθούσε νά τού σφίξει το δικό του.
Τήν αυγή ο ηλικιωμένος πέθανε. Ό νεαρός στρατιωτικός άφησε τό άψυχο χέρι του καί πήγε να ειδοποιήσει τήν νοσοκόμα. Στή συνέχεια επέστρεψε στόν θάλαμο, στάθηκε όρθιος πάνω από τό κρεβάτι του καί τήν περίμενε να έρθει.
Όταν εκείνη ήρθε, άρχισε νά τού λέει λόγια παρηγοριάς καί συμπάθειας. Ό νεαρός άντρας όμως τήν διέκοψε.
«Ποιός ήταν αυτός ό άνθρωπος;» τήν ρώτησε.
Η νοσοκόμα τρόμαξε. «Ήταν ο πατέρας σου», του απάντησε.
«Όχι, δέν ήταν,» τής είπε εκείνος. «Ποτέ δέν τόν έχω ξαναδεί στή ζωή μου.»
«Τότε γιατί δέν είπες κάτι όταν σε οδήγησα σ “αυτόν;»
«Κατάλαβα αμέσως ότι είχατε κάνει λάθος. Κατάλαβα όμως επίσης ότι αυτός ο άνθρωπος χρειάζονταν τόν γιο του καί ο γιος του δέν ήταν εδώ. Όταν συνειδητοποίησα πόσο άρρωστος ήταν, δέν μπορούσα νά τού πώ τήν αλήθεια. Δέν μπορούσα νά τού στερήσω τόν γιο του τίς τελευταίες του στιγμές.
Μέ έστειλαν εδώ γιά νά ενημερώσω κάποιον άλλο κύριο ότι ό γιός του σκοτώθηκε σέ μιά στρατιωτική άσκηση.Κάποιον κύριο Γουίλιαμ Γκρέι. Ποιό ήταν το όνομα του ηλικιωμένου πού πέθανε;»
Η νοσοκόμα συγκινημένη τού απάντησε: «Γουίλιαμ Γκρέι…»
Τήν επόμενη φορά πού κάποιος θά σάς χρειαστεί, απλά να είστε εκεί. Απλά μείνετε δίπλα του…