π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Παρατηρείται, σ’ όσους θέλουν να πιστεύουν και να ζουν στην εκκλησία, μια αλλοίωση της χριστιανικής ζωής. Προσπαθούν, δηλαδή, να εφαρμόσουν τις εντολές του Χριστού ως να είναι ο ίδιος ένας νομοθέτης και η Εκκλησία Του μια ιδεολογία ή σύστημα ιδεών. Και εφαρμόζοντάς τις να μπορούν «να νιώθουν καλά».
Ασφαλώς ο Κύριος έδωσε τις εντολές στο Μωυσή, ως μέσα γνώσεως του Θεού και τρόπους για να συγκρατηθούν από την αμαρτία. Όπως και ο Χριστός είπε «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» τελειοποιώντας με τη διδασκαλία Του το Μωσαϊκό νόμο. Ό,τι προέρχεται από το Θεό είναι δυνατότητα για όντως ζωή, τότε και για πάντα.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο πώς εμείς αντιλαμβανόμαστε και χειριζόμαστε τις εντολές Του. Πίσω από τις εντολές, είτε πριν έλθει είτε μετά που ήλθε ο Χριστός, βρίσκεται η ουσία που είναι η δημιουργία προσωπικής σχέσης με το Θεό.
Τόσο ο Μωυσής όσο και οι προφήτες διαλέγονταν με το Θεό των Πατέρων τους ως Πρόσωπο που ακούει, απαντά, αγαπά, συμπορεύεται.
Όπως και το Ευαγγέλιο μάς τονίζει ότι ο Χριστός είναι φίλος μας, γι’ αυτό και μας αποκαλύπτει τον εαυτό Του, θέλει να Τον αγαπούμε όπως Εκείνος μας αγαπά, θέλει να είναι ζωντανός στην πορεία της ζωής μας, όπως και θέλει να είμαστε αιώνια μαζί Του.
Η γνώση του Θεού ως προσωπικού Θεού αποκαλύπτεται σ’ όσους η καρδία τους το επιθυμεί. Αφού, άλλωστε, όλες οι ουσιαστικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων πηγάζουν από την καρδία κι όχι το λογικό.
Ο Θεός, ως Θεός της καρδίας ακούει τη φωνή της καρδίας κι όχι τι λέει το στόμα. Μιας καρδιάς που μπορεί να κρύβεται, να αμφιβάλλει, να μην τολμά, αλλά να έχει τον πόθο, τη θέληση, την επιθυμία, γι’ αυτό και ανταποκρίνεται όταν κληθεί για προσωπική σχέση.
Είναι κατανοητή η διαφορά που έχει η τήρηση των εντολών ως καθήκον για εφαρμογή των «κανονισμών της θρησκείας» από αυτή που στηρίζεται στην επιθυμία να εναρμονιστεί η ζωή με τη ζωή του αγαπημένου.
«Η ζωή Του ζωή μου», κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, γίνεται όταν στηρίζεται σε σχέση αγάπης.
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος που αγαπά το Χριστό θέλει να του μιλά στην προσευχή, θέλει να κοινωνεί, θέλει να εφαρμόζει ό,τι Αυτός θέλει. Βέβαια, δεν είναι απλό να γίνεται πράξη η θέληση.
Χρειάζεται προσπάθεια, αγώνας ενάντια στο νωθρό και συγχυσμένο εαυτό μας, στο κοσμικό φρόνημα που ελλοχεύει μέσα μας, στο διάβολο που ύπουλα και μεθοδικά μας πολεμά για να μην έχουμε χαρά.
Γιατί, είναι αλήθεια πως η διαπροσωπική σχέση με το Χριστό μας φέρνει ζωντάνια, ανεκλάλητη χαρά, νόημα ζωής, όπως συμβαίνει με τον έρωτα. Να γιατί οι άγιοι, ως εραστές του Θεού, έκαμναν πνευματικές ασκήσεις, προσευχές και αγρυπνίες που για μας θεωρούνται υπερβολή.
Βέβαια, η κάθε σχέση με το Χριστό, ως προσωπική, έχει τη μοναδικότητα και ιδιαιτερότητά της. Ο καθένας, αν θέλει, και στο ποσοστό που θέλει, φτιάχνει σχέση με το Χριστό, με τον τρόπο που η Εκκλησία – ως γνωρίζουσα- μας μαθαίνει τότε και μας χαρίζεται ως κτήμα η χαρά, η ειρήνη της καρδίας, η εμπειρία της αιώνιας Ζωής.