Μια μέρα ο Π. Αγλάιος μετά την τακτική του προσευχή, κάθονταν με το κομποσχοίνι στο χέρι έξω από το «Κάθισμα», εκεί που διαλογίζονταν τα κρίματα του Θεού και έλεγε την ευχή, είπε μέσα του πώς αν θέλει ο Θεός μπορεί να του δώσει την υγειά του.
Ξαφνικά βλέπει ένα ζαρκάδι αρκετά μεγάλο, πήγε κοντά του και αφού έσκυψε, σε ένδειξη σεβασμού, μέχρι την γη το κεφάλι του, έπεσε κάτω και άρχισε να σπαράζει όλο του το σώμα.
Ο Πάτερ Αγλάιος φοβήθηκε μήπως ψοφήσει κι έτρεξε στο Μοναστήρι, φώναξε τους Πατέρες και τον Κηπουρό που ήταν κοσμικός, ο οποίος άμα είδε το ζώο να σφαδάζει αμέσως το έσφαξε, το καθάρισε και οι Πατέρες της Μονής ώρισαν στον Πατέρα Αγλάιον να το μαγειρεύει λίγο λίγο και να καταλύσει να τρώει από το κρέας αυτό, διότι το έστειλε ο Θεός, σαν φάρμακο για να θεραπευθεί η αρρώστια του.
Ο Μοναχός Αγλάιος κάνοντας υπακοή στον ηγούμενο και τους Πατέρες της Μονής, κατέλυσε από το κρέας του ζώου τούτου. (Επειδή στα Κοινόβια Μοναστήρια απαγορεύεται η κατάλυση κρέατος και ως εκ τούτου ουδέποτε παρατίθεται κρέας στην κοινή τράπεζα, αλλά εάν κανείς από τους αδελφούς ασθενήσει, κατ’ οικονομίαν επιτρέπεται η κατάλυση κρέατος έξω του Μοναστηρίου στα «Καθίσματα», στα εργατόσπιτα και στα Κελλιά με αγροκτήματα).
Έτσι με το κρέας αυτό που λίγο λίγο κατέλυσε ο Μοναχός Αγλάιος, μέχρις ότου τελειώσει όλο το κρέας, έγινε κι αυτός τελείως καλά, αποθεραπεύτηκε από την αρρώστια του και μέχρι σήμερα χαίρει άκρας υγείας και δοξάζει μέρα – νύχτα τον Κύριον της δόξης, διηγούμενος το εξαίσιο αυτό θαύμα, που η θεία Πρόνοια οικονόμησε σαν μέσο να τον θεραπεύσει.
Ας σημειωθεί δε πως στο ένα θαύμα αυτό, δηλαδή να έρθει το ζώο μόνο του και να παραδοθεί στον ασθενή, ακολούθησε κι άλλο θαύμα επίσης σπουδαίο και υπερφυσικό.
Διότι για να φάει το κρέας του ζαρκαδιού αυτός μόνος του ο Π. Αγλάιος χρειάστηκε να περάσουν περισσότερες από σαράντα ημέρες και σ’ όλο αυτό το διάστημα το κρέας χωρίς ψυγείο ουδεμία αλλοίωση έπαθε, σε εποχή καλοκαιριού, αλλά μέχρι και το τελευταίο κομμάτι έμεινε φρέσκο, όπως ήταν και κατά την πρώτη ημέρα που σφάγηκε το ζώο!! Θαυμαστά λοιπόν και ανεξερεύνητα είναι τα κρίματα του Θεού!!
Η θεία συγκατάβαση του Πανάγαθου Θεού, η πρεσβεία και ιδιαίτερη φροντίδα της Παναγίας Μητρός του Κυρίου και θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού είναι τόσο φανερή στους αγιορείτες Μοναχούς, που κάθε Μοναστήρι, κάθε Κελλί και κάθε Καλύβα στις Σκήτες, στα Ησυχαστήρια, στα Ερημητήρια και στα απόμερα Σπήλαια ακόμη κρύβονται, αλλά και γίνονται κάθε ήμερα και κάθε ώρα πολλά θαύματα και με μυστηριώδη τρόπο, η χάρις και το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατεργάζεται την σωτηρία των ψυχών αυτών, που με την θέλησή τους ησυχάζουν και κατά δύναμιν αγωνίζονται.
Αυτών των ανθρώπων, ο Θεός, μετατρέπει τον νου και την καρδιά τους και την κάνει κατοικητήριό Του, γίνονται ναός του Παναγίου Πνεύματος, του Κυρίου Παρακλήτου και Θεού ημών, ο οποίος Παράκλητος «βοά ακατάπαυστα Αββά ό Πατήρ» ελέησον.
Παρόμοιο Θαύμα της Θείας Πρόνοιας
Στα ιερά Ησυχαστήρια της Σκήτης του Αγίου Βασιλείου, πριν από αρκετά χρόνια, με άκρα ασκητική ζωή, με εγκράτεια και σωφροσύνη, με «κτημοσύνη και αδιάλειπτη προσευχή και με κάθε είδος αρετής ήτανε κοσμημένος, ο Μοναχός Χερουβείμ, ο οποίος μαζί με την εγκράτεια ήταν και λίγο βαρύκοος.
Σε μεγάλη ηλικία βρισκόμενος και σε περίοδο βαρύτατου χειμώνα, από τα χιόνια είχε τελείως αποκλεισθεί και περισσότερο από μια βδομάδα ήτανε τελείως άσιτος.
Πλησίαζε να βραδυάσει, ήσυχος και Ατάραχος ο Γερο – Χερουβείμ, όπως έκανε την προσευχή του, άκουσε κτυπήματα στην πόρτα της Καλύβας του. Ανοίγει και βλέπει έναν κοσμικό άνθρωπο να έχει το μουλάρι του φορτωμένο.
Ο κοσμικός ρώτησε τον Γερο – Χερουβείμ, αν είναι μακριά από εκεί το Ησυχαστήριο του «αγίου Πέτρου» κι αν προλαβαίνει να πάει πριν νυχτώσει και να γυρίσει στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου.
Ο Γερο – Χερουβείμ είπε στον ξένο: «Απ’ εδώ, ξένε μου, ο άγιος Πέτρος είναι πολύ μακριά και με το χιόνι που έχει ρίξει είναι αδύνατο να πας, έστω κι αν είχες μπροστά σου ολόκληρη ημέρα καλοκαιριάτικη, αλλά αν θέλεις μπορείς να μείνεις απόψε εδώ και το πρωί, που θα ξημερώσει ο Θεός την ημέρα, πηγαίνεις με το φορτίο σου εκεί που θέλεις»
Ο άγνωστος τότε είπε: «Γέροντα εγώ έχω φέρει μερικά τρόφιμα, τα οποία θέλω να πουλήσω και το βράδυ θέλω να γυρίσω πίσω στην δουλειά μου. Αν θέλεις εσύ να τα κρατήσεις και να μου δώσεις καμιά ευλογία να τα ξεφορτώσω εδώ και να πηγαίνω».
Ο Γερο – Χερουβείμ λυπήθηκε που δεν μπορούσε να πάει ο ξένος τα τρόφιμα στον προορισμό τους και είπε στον Ξένο: «Εφ’ όσον βιάζεσαι και θέλεις να γυρίσεις τόσο σύντομα πίσω τί να σου ειπώ άφησε τα πράγματα εκεί στην γωνία και να σου δώσω μια ευλογία που μου έχει αφήσει πριν από λίγες μέρες εδώ ένας ξένος».
Είπε αυτά ο Γερο – Χερουβείμ και πήγε μέσα στο δωμάτιο του να φέρει για να δώσει την ευλογία στον Ξένο.
Εν τω μεταξύ ο Ξένος ξεφόρτωσε τα πράγματα εκεί που του είπε ο Γέροντας και έγινε άφαντος. Όταν γύρισε από το δωμάτιο του ο Γέρο – Χερουβείμ, είδε τα πράγματα ξεφορτωμένα αλλά ο ξένος είχε φύγει. Βγήκε έξω προς αναζήτησή του, αλλά δεν είδε τίποτε.
Κοιτάζει προσεχτικά στο χιόνι έξω από το Καλύβι του, δεν υπήρχε ίχνος που να φανερώνει πώς πέρασε άνθρωπος, ούτε άχναρια ζώου και του φάνηκε πολύ περίεργο.
Τότε κατάλαβε, ο Γερο – Χερουβείμ, ότι πρόκειται για υπερφυσικό θαύμα. Πήρε τα πράγματα μέσα στην αποθηκούλα του, έκαμε προσευχή θερμή, παράκληση και δοξολογία και με δάκρυα ευχαρίστησε το Θεό.
Θύμιασε και γέμισε η καρδιά του χαρά και αγαλλίαση από τη χάρι και ευλογία της Θείας Προνοίας, η οποία ευλόγησε τα πράγματα τόσο που βάστηξαν μέχρι που πέρασε όλος ο χειμώνας.
Έτσι φροντίζει η Θεία Πρόνοια για όλο τον κόσμο που πιστεύει, ελπίζει και επικαλείται την βοήθεια του Πανάγαθου Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ιδιαιτέρως δε για τους Μοναχούς του Αγίου Όρους φροντίζει η Κυρία Θεοτόκος, η Παναγία και μεγάλη μητέρα μας, προς δόξαν Θεού και ψυχική σωτηρία των ελπιζόντων στην θεία Πρόνοια.