Ο πατήρ Στέφανος Αναγνωστόπουλος διηγείται:
Ενθυμούμαι μια οικογένεια, η οποία για 15 χρόνια φαινομενικά ευημερούσε. Η δουλειά θαυμάσια. Ανέσεις πολλές. Αρρώστιες δεν είχαν. Και κατά κάποιον τρόπο, όλοι νόμιζαν ότι ήσαν ευτυχισμένοι μαζί με τα δυο παιδιά τους.
Στην καρδιά όμως του συζύγου υπήρχε πολλή πίκρα, γιατί η γυναίκα του όχι μόνον ήταν αδιάφορη για την θρησκευτική ζωή, αλλά, θα μπορούσε να την πη κανείς, άθεη.
Ούτε τον σταυρό της δεν έκανε! Στην Εκκλησία ζήτημα είναι αν πήγαινε μια φορά τον χρόνο, εν αντιθέσει με τον σύζυγό της που εκκλησιαζόταν κάθε Κυριακή.
Επιπλέον δε, προς μεγάλη θλίψη του συζύγου της, δεν ήθελε επ’ ουδενί να κάνει άλλο παιδί, και ποτέ δεν κατάλαβε αυτός ο καημένος ότι είχε κάνει δύο εκτρώσεις.
Αλλά και τα δυο παιδάκια που είχε, μήπως τα μεγάλωνε σωστά; Χαρτιά, φιγούρες χορού και αδιάκριτη χρήση τηλεοράσεως και internet.
Γι’ αυτό και είχαν καταντήσει γκρινιάρικα, νευρικά, φιλόνικα, ατίθασα. Όσο για την γλώσσα και τους τρόπους τους; Ξεπερνούσαν τα όρια της θρασύτητας.
Ο άνδρας της μέρα-νύχτα παρακαλούσε τον Θεό να την φωτίσει, να της δώσει σύνεσι, για να προλάβει τον κατήφορο των παιδιών που ήδη είχε αρχίσει.
Στις παρεμβάσεις του ή στις σοφές του συμβουλές, η γυναίκα του επαναστατούσε.
Κι αυτός ήταν πολύ μαλακός και πράος και υποχωρούσε, δυστυχώς, κι εκεί που δεν έπρεπε, με την ελπίδα ότι κάποτε θ’ αλλάξει.
Η δουλειά του ήταν πολύ σκληρή και απουσίαζε από το σπίτι όλη μέρα. Γύριζε μετά τις 10.00 το βράδυ. Τίμιος, εργατικός, ηθικός και σε άμεση σχέση με τα Μυστήρια της Εκκλησίας και τον αγώνα για πνευματική ζωή.
Έτσι πέρασαν 15 χρόνια, σκληρά και βασανιστικά γι’ αυτόν τον καλό πατέρα και σύζυγο, αλλά 15 χρόνια επιμόνων προσευχών και ελπίδος.
Και έφθασε η ώρα του Θεού!
Κάθε καλοκαίρι συνήθιζαν να παραθερίζουν σ’ ένα χωριό έξω από την πόλη. Πήγαιναν εκεί με το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο. Άρχισε να ρίχνει μια ψιλή βροχούλα. Σε μια στιγμή γλιστράει το αυτοκίνητο, αναποδογυρίζει και πέφτει μέσα σε μια χαράδρα.
Όταν τους έβγαλαν απ’ εκεί, ένας μόνον ήταν ζωντανός: η μάνα! Τέσσερις μήνες στο νοσοκομείο. Και βγαίνει σχεδόν παράλυτη στα πόδια.
Το δράμα της ήταν πολύ μεγάλο, γιατί δεν είχε μάθει να στηρίζεται στον Χριστό. Έκλαιγε, φώναζε, διαμαρτυρόταν! Στο μυαλό της γύριζε συνεχώς η σκέψη της αυτοκτονίας.
Καμμιά από τις δήθεν φίλες της δεν ερχόταν να την δει. Μόνον μια φορά, τυπικά, για τα συλλυπητήρια. Και οι συγγενείς έρχονταν, αλλά από συμφέρον, για να την κληρονομήσουν και μάλιστα δεν το έκρυβαν.
Είχε πολλή περιουσία. Κι όσο τα έβλεπε αυτά, τόσο πιο πολύ αισθανόταν την ερημιά της, την πνευματική της φτώχεια, αλλά και την αξία του ανδρός της.
Την τραγωδία της αυτή, όπως ήταν επόμενο, την πληροφορήθηκε ο Πνευματικός του συζύγου της, αν και κάπως καθυστερημένα.
Άρχισε με τις επισκέψεις του σιγά-σιγά να μεταγγίζει στην καρδιά της την Χάρι του Χριστού, να σταλάζει την δική Του παρηγοριά. Και η καρδιά της, μαλακωμένη από τον πόνο, άρχισε ν’ αναπνέει ευωδία Χριστού.
Μια καινούργια πνευματική χαραυγή ξημέρωνε γι’ αυτήν.
Έπειτα από λίγο καιρό μονολογούσε τα εξής: «Ήταν ανάγκη να με βρει η συμφορά, για να μπορέσω να ξυπνήσω απ’ την ζωή της αμαρτίας: Έπρεπε να κάνω τον Θεό να βάλει στα πόδια μου συντρίμμια, για να με σταματήσει μπροστά στον γκρεμό; Είχε δίκαιο ο άνδρας μου. Χωρίς Χριστόν τα πάντα είναι κενά, και κάτι παραπάνω: χάος!»
Ύστερα από λίγους μήνες αποκαταστάθηκε και η σωματική της υγεία. Υιοθέτησε τέσσερα ορφανά παιδιά, από την Σερβία, για να μπορέσει να τους δώσει αυτά που στέρησε από τα δικά της παιδιά.
Μαζί τους ζει τώρα κατά Θεόν, γιατί Αυτόν έχει βάλει πλέον κέντρο στην ζωή της. «ΟΛΑ για τον Θεό» συνηθίζει μάλιστα να λέγει, μέσα από συνεχή δάκρυα μετανοίας.
Ο Θεός πάντα ευλογεί τη μετάνοια, χορηγεί τη συγγνώμη και ευδοκεί στην αλλαγή ζωής μέσα στην Εκκλησία Του.
Αυτό ας μην το ξεχνάμε ποτέ.
Πηγή: το «σπιτάκι της Μέλιας»