π. Αθανασίου Μυτιληναίου
Τί εἶναι ἡ εὐλογία; Καί εὐλόγησε, λέγει, αὐτούς ὁ Θεός. Τί θά πεῖ αὐτό, εὐλόγησε ὁ Θεός; Τί εἶναι αὐτή ἡ εὐλογία; Εὐλογία εἶναι ἡ κατάφαση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό θέλω τοῦ Θεοῦ.

Μ’ ἄλλα λόγια, μποροῦσε νά κάνει τήν δημιουργία ὁ Θεός καί νά μήν τήν εὐλογήσει; Μποροῦσε νά τό κάνει αὐτό. Νά πεῖ, ἔκανα τή δημιουργία, τώρα δέν μοῦ ἀρέσει, καί τήν καταστρέφω.

Σημαίνει· δέν τήν εὐλογῶ. Δέν ὑπάρχει σ’ αὐτό πού ἔφτιαξα ἡ κατάφαση, ἡ θέληση. Αὐτό συμβαίνει σέ ὅλους μας. Κατασκευάζουμε κάτι καί δέν μᾶς ἀρέσει. Τό χαλᾶμε. Συνεπῶς ἡ δημιουργία ὁλόκληρη χωρίς τήν κατάφαση τοῦ Θεοῦ, δηλαδή χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά σταθεῖ. Πολύ παραπάνω δέ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.

Ἐδῶ ἴσως γεννηθεῖ ἡ ἀπορία. Ἀφοῦ τίποτα δέν μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ διάβολος καί ὁ ἁμαρτωλός καί ἀσεβής ἄνθρωπος, πῶς μποροῦν νά στέκονται; Μήπως καί αὐτοί ἔχουν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Σᾶς ἀπαντῶ.

Δέν ὑπάρχει ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στό διάβολο. Οὔτε φυσικά καί στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει τό «κατά παραχώρηση» θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καταπληκτικό. Ὁ Θεός θέλει νά ὑπάρχει ὁ διάβολος; Βέβαια ὁ Θεός δέν ἔκανε τό διάβολο.

Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἀγαθό ἄγγελο, ἀλλά μέ τήν προαίρεσή του, τήν ἐλευθερία του, ἔχει ἁμαρτήσει. Ὁ Θεός δέν τόν ξαναγυρίζει στό μηδέν. Διότι θέλει νά ὑπάρχει ὁ διάβολος. Αὐτό τό «θέλω» τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι κατ’ εὐδοκία, δέν εἶναι ἀπό κατάφαση, ἀλλά γιατί τό παραχωρεῖ ὁ Θεός νά ὑπάρχει.

Εἶναι ἐκεῖνο τό φοβερό πού λέγει ὁ πατέρας Ἰουστίνος Πόποβιτς, ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός στόν κόσμο καί τόν σταύρωσαν οἱ ἄνθρωποι, τόν θανάτωσαν, λέγει τὸ ἑξῆς· «Οἱ ἄνθρωποι καταδίκασαν τόν Θεό σέ θάνατο καί ὁ Θεός καταδίκασε τούς ἀνθρώπους στήν ἀθανασία.»

Δηλαδή σέ καταδικάζω νά μή πεθάνεις. Ξέρεις τί θά πεῖ αὐτό; Ὁ ἄνθρωπος μέσα στή γῆ αὐτή θά πεῖ· δέν μ΄ ἀρέσει ἡ ζωή αὐτοκτονῶ. Αὐτοκτονεῖς; Δέν ἔχεις δικαίωμα νά τό λές αὐτό· ἀλλά ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει λές· μπορῶ νά αὐτοκτονήσω.

Ξέρεις τί θά πεῖ τό νά βρεθεῖς σάν ψυχή, ἐκεῖ πού θά βρεθεῖς, καί μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν μέ τό πλῆρες σῶμά σου, καί νά θέλεις νά πεθάνεις, νά θέλεις νά γίνεις μηδέν καί νά μήν μπορεῖς; Εἶναι φοβερό.

Αὐτό θά πεῖ καταδίκασε ὁ Θεός καί τό διάβολο καί τούς ἀσεβεῖς νά μήν πεθαίνουν, τούς καταδίκασε στήν ἀθανασία. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι κατ’ εὐδοκία, ἀλλά κατά παραχώρηση. Τό παραχωρεῖ αὐτό ὁ Θεός. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά καταλάβουμε εἶναι ὅτι χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τίποτα δέν στέκεται.

Τίποτα μέσα σ’ ὁλόκληρη τήν δημιουργία. Λέγει πολύ ὡραία ὁ 103 ψαλμός· «Ἀποστρέψαντος δέ Σου τό πρόσωπον, ταραχθήσονται». Ὅλα τά πράγματα, ὅλα τά κτίσματα, ὅταν ἐσύ γυρίσεις τό πρόσωπό σου, θά ταραχθοῦν. «Ἀντανελεῖς τό πνεῦμα αὐτῶν, καί ἐκλείψουσι, καί εἰς τόν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν».

Θά γυρίσουν πίσω στό χῶμα. Ἀντιθέτως· «ἐξαποστελεῖς τό Πνεῦμα σου (θά στείλεις τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιο) καί κτισθήσονται (θά δημιουργηθοῦν), καί ἀνακαινιεῖς τό πρόσωπον τῆς γῆς». (Καί θά τό κάνει τό πρόσωπο τῆς γῆς καινούριο). «Ἀνοίξαντός σου τήν χεῖρα, τά σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος». Ὅταν θ’ ἀνοίξεις τό χέρι σου, τά σύμπαντα ὅλα θά γεμίσουν ἀπό εὐλογίες, ἀπό χρηστότητα.

Ἡ εὐλογία εἶναι ἕνα στοιχεῖο τελείως ἀπαραίτητο. Ὅταν εὐλογεῖ ὁ Θεός τήν κτίση, τό χρόνο καί τόν ἄνθρωπο αὐτά εὐοδώνονται. Θά ἤθελα νά σᾶς κάνω ἕνα ἐρώτημα πρίν προχωρήσω στήν εὐλογία καί στό περιεχόμενό της. Θά ἤθελα νά σᾶς ρωτήσω, ὅ,τι κάνουμε ἐμεῖς, ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ;

Ἀποφασίζουμε νά μάθουμε γράμματα. Νά πραγματοποιήσουμε ἕνα ταξίδι, νά ἀγοράσουμε ἕνα ἀντικείμενο, νά διεκπεραιώσουμε μία ὑπόθεση, ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτό τό ὁποῖο κάνουμε; Ζητᾶμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ;

Ἄν μοῦ πεῖτε· καί πῶς μποροῦμε νά ζητήσουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Νά σᾶς πῶ. Καταρχᾶς μέν τό ἀντικείμενο πού θά ζητήσουμε νά γίνει ἀντικείμενο τῆς προσευχῆς μας. Θά ποῦμε ἁπλά στήν προσευχή μας· «Κύριε, ἔχω σκοπό νά κάνω ἕνα ταξίδι. Αὐτό τό ταξίδι τό εὐοδώνεις;

Τό εὐλογεῖς; Τό θέλεις; Ἐάν τό θέλεις, ἐσύ τό θέλεις, προσέξτε, ἐφόσον εἶναι κάτω ἀπό τό θέλημα τῆς εὐδοκίας σου, τῆς εὔνοιάς σου, τότε νά τό ἐπιτρέψεις νά γίνει. Ἐάν ἀντιθέτως δέν τό θέλεις, τότε ἐμπόδισε, νά μή γίνει». Ποιό τό ἀποτέλεσμα; Νά εἶστε σίγουροι ὅτι θά πάρετε ἀπάντηση.

Διότι, ἐάν πεῖτε, Θεέ μου, ἐγὼ θέλω νά γίνει αὐτό, γιατί τό θέλω ἐγώ, τότε, πιθανῶς θά τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός. Θές νά πᾶς ταξίδι; Ἐπιμένεις; Πήγαινε. Πήγαινε.

Θυμηθεῖτε τόν ἄσωτο τῆς παραβολῆς. Τί εἶπε; Πατέρα, δῶσέ μου τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς περιουσίας. Δῶσέ μου τό μέρος τῆς περιουσίας πού μοῦ ἀνήκει. Πάρε το. Φοβερή αὐτή ἡ ἐλευθερία πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Φοβερή.

Τρομάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δεῖ σέ ποιό βαθμό φθάνει ἡ ἐλευθερία πού τοῦ δίνει ὁ Θεός. Θές νά φύγεις; Φύγε. Στό δίνω. Ἀλλά ἐγὼ δέν τό θέλω τό ταξίδι. Συνεπῶς δέν θά ἔχεις τό θέλημα τῆς εὐδοκίας μου, ἀλλά θά ἔχεις τό θέλημα τῆς παραχώρησής μου.

Δηλαδή ἄν σου τύχει κανένα δυστύχημα στό δρόμο, νά τό ξέρεις εἶναι γιατί ἐγὼ δέν θά σ’ ἔχω εὐλογήσει. Δέν θά σ’ ἔχω προστατεύσει. Ἤθελες μόνος σου νά τό κάνεις αὐτό. Ἀλλά θά εἶναι χωρίς τή δική μου εὐλογία.

Απόσπασμα από την 25η ομιλία στην κατηγορία « Χριστιανική Κοσμολογία – Ἀνθρωπολογία ».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ