«Οὐδὲν ἐστίν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὁ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενα ἐστὶ τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον» (Μρ. 7, 15).
Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν θέλουν νὰ νηστεύουν, τὰ ἑρμηνεύουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο. Λένε πὼς δὲν ὑπάρχουν φαγητὰ ἀκάθαρτα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν νηστεύουν.
Εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ λένε;
Ὄχι, καθόλου δὲν εἶναι σωστό. Λέγοντας αὐτὸ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία δὲν ἐννοεῖ ὅτι ὑπάρχουν φαγητὰ ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἀκάθαρτο, ὅτι ὑπάρχουν τρόφιμα ἀκάθαρτα.
Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀκάθαρτο, ὅλα εἶναι καθαρὰ καὶ «καλὰ λίαν», ἂν τὰ δεχόμαστε μὲ εὐχαρίστηση, καὶ κανένα φαγητὸ ποὺ μπαίνει στὸ στόμα μας δὲν μᾶς κάνει ἀκάθαρτους, διότι τίποτα ποὺ μπαίνει στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἔξω δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κάνει ἀκάθαρτο.
Ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ μπαίνουν μέσα μας;
Εἶναι οἱ ἐπιδράσεις ποὺ δεχόμαστε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἂν οἱ ἄνθρωποι μᾶς βρίζουν, μᾶς προσβάλλουν, μᾶς ταπεινώνουν, αὐτὸ δὲν μᾶς κάνει ἀκάθαρτους. Ἂς τοὺς ἀφήσουμε νὰ μᾶς βρίζουν, νὰ μᾶς κακολογοῦν καὶ νὰ μᾶς συκοφαντοῦν, δὲν πρέπει αὐτὸ νὰ μᾶς ἐνοχλεῖ καὶ νὰ μᾶς κάνει ἀκάθαρτους. Μᾶς κάνουν ἀκάθαρτους ἐκεῖνα, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ μέσα μας.
Ποιὰ εἶναι αὐτὰ, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ μέσα μας;
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα εἶναι τὰ λόγια μας. Ἂν τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι ἄσχημα, ἂν τὸ στόμα μας, μὲ τὸ ὁποῖο λαμβάνουμε τὸ ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀνοίγει γιὰ νὰ λέμε διάφορες βρισιὲς καὶ αἰσχρολογίες, αὐτό μᾶς κάνει ἀκάθαρτους.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίζει, τὸν ἑαυτὸ του βρίζει, καὶ αὐτὸς ποὺ συκοφαντεῖ τὸν πλησίον του, τὸν ἑαυτὸ του συκοφαντεῖ καὶ φανερώνει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν ρυπαρότητα καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς του. Αὐτὸς ποὺ βρίζει, μιαίνει τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι ἐκεῖνον ποὺ βρίζει.
Μᾶς κάνουν ἀκάθαρτους, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ μέσα μας. Καὶ ἀπὸ μέσα μας βγαίνουν, ὄχι μόνο τὰ λόγια ἀλλὰ καὶ οἱ πράξεις καὶ γενικὰ ὅλη ἡ συμπεριφορά μας. Τὰ λόγια, τὰ ἔργα, ἀκόμα τὸ βλέμμα μας φανερώνουν τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται ἡ ψυχή μας.
Ἂν τὰ λόγια μας εἶναι γεμάτα κακίες καὶ συκοφαντίες, ἂν τὰ ἔργα μας δὲν εἶναι καθαρὰ καὶ ὅλη ἡ συμπεριφορά μας δείχνει τὴν κακία, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴ μεγαλομανία καὶ τὴν τάση νὰ προβάλλουμε τὸν ἑαυτό μας, αὐτό μᾶς κάνει ἀκάθαρτους.
Γινόμαστε ἀκάθαρτοι, ὅταν ἡ ζωή μας μοιάζει μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος προφήτης Δαβὶδ λέει στὸν 72ο ψαλμό του: «Διὰ τοῦτο ἐκράτησεν αὐτοὺς ἡ ὑπερηφανία, περιεβάλοντο ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν ἑαυτῶν, ἐξελεύσεται ὡς ἐκ στέατος ἡ ἀδικία αὐτῶν, διῆλθον εἰς διάθεσιν καρδίας· διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν· ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν καὶ ἡ γλώσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς» (Ψαλ. 72, 6-9)
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἡ γλῶσσα τους εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ σαρώνει τὴν γῆ.
Ἂν λοιπὸν εἴμαστε σὰν τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ περιγράφει στὸν ψαλμὸ του ὁ προφήτης Δαβίδ, ἂν ἡ γλώσσα μας σαρώνει τὴν γῆ, ἂν οἱ πράξεις μας φανερώνουν τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ἀναισθησία, ἂν ὁ νοῦς μας δὲν εἶναι συγκεντρωμένος καὶ γυρίζει παντοῦ, ἂν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς εἰρωνευόμαστε, τοὺς συκοφαντοῦμε καὶ τοὺς κουτσομπολεύουμε, τότε κάνουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀκάθαρτους.
Οἱ πράξεις μας αὐτὲς ποὺ βγαίνουν ἀπὸ μέσα μας, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ στόμα μας βγαίνουν ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, ἀπὸ τὸ πνεῦμα μας καὶ ἀποκαλύπτουν στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὴν πνευματική μας ὑπόσταση. Τὴν ἀκαθαρσία τοῦ πνεύματός μας τὴν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτή μᾶς κάνει ἀκάθαρτους.
Οἱ ἄνθρωποι μᾶς βλέπουν μέσα στὸ θολὸ φῶς, μέσα στὸ σκοτεινὸ φῶς τῆς ψυχῆς μας. Αὐτὸ τὸ σκοτεινὸ φῶς μᾶς μιαίνει.
Ἀντίθετα, πρέπει νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἐνεργοῦμε ἔτσι, ὥστε νὰ ἐκπέμπουμε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὴν εὐωδία Του καὶ ὄχι τὴν κακία, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ἔπαρση, τὴν συκοφαντία, ποὺ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀκαθαρσία.
Αὐτὸ νὰ θυμόμαστε. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ μπαίνουν μέσα μας ἀπὸ τὸ στόμα μας, δὲν μποροῦν νὰ μᾶς κάνουν ἀκάθαρτους. Μᾶς κάνουν ἀκάθαρτους, αὐτὰ ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα μας καὶ κάνουν φανερὸ στοὺς ἄλλους τὸ ἐσωτερικό μας εἶναι. Νὰ τὸ θυμάστε, νὰ εἶστε πράοι καὶ ταπεινοὶ, γιὰ νὰ ἐκχέεται ἀπὸ μέσα σας τὸ Φῶς καὶ ἡ εὐωδία τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.