Η μελέτη των θείων και υψηλών θα μας προφυλάσση από την αμαρτίαν, αλλά και εάν πέσωμεν, θα μας βοηθή εις την ανόρθωσιν.
Διότι, όταν υπάρχουν τόσα μέσα δια την σωτηρίαν μας, είναι φοβερόν να μη επιστρέφη ο άνθρωπος εις τον θεόν μετά την αμαρτίαν,να μη θέλη να μετανοήση, αλλά να εντρέπεται και να φοβήται και να θεωρή δύσκολον και κουραστικόν τον δρόμον της μετανοίας η ακόμη να νομίζη ότι ο Θεός εχει οργισθή και δεν τον δέχεται με κανένα τρόπον.
Η πίστις όμως ότι η φιλανθρωπία του Θεού είναι άπειρος, είναι ικανή να απαλλάξη την ψυχήν από τους ολέθριους αυτούς δισταγμούς. Διότι ο άνθρωπος, που γνωρίζει πόσον αγαθός είναι ο Θεός, διατί θα αισθανθή δυσκολίαν να μετανοήση δια τας αμαρτίας που έκαμε;
Αυτή ακριβώς είναι η μηχανή και η τέχνη του κοινού εχθρού των ανθρώπων, του διαβόλου: να παρασύρη τον άνθρωπον, ώστε με θρασύτητα και τόλμην να ρίπτη τον εαυτόν του εις την αμαρτίαν.
Μετά την αμαρτίαν ο αόρατος εχθρός εμβάλλει εις την ψυχήν του αμαρτωλού εντροπήν και άτοπον φόβον, δια να τον ωθήση και πάλιν εις την αμαρτίαν, αλλά και να μη τον αφήση να σηκωθη από την πτώσιν.
Με την εντροπήν και τον φόβον ζητεί να τον απομακρύνη από τον Θεόν οριστικώς και να τον ρίψη εις το βάραθρον της απώλειας.
Δια τούτο είναι ανάγκη να προφυλάσσωμεν τον εαυτόν μας εξ ίσου και από την τόλμην προς την αμαρτίαν, αλλά και από την εντροπήν και τον φόβον, που παρουσιάζονται μετά την αμαρτίαν.
Καμμίαν ωφέλειαν δεν φέρει αυτή η εντροπή και ο φόβος. Ο φόβος μετά την αμαρτίαν δεν ωθεί προς το καλόν, αλλ’ αποτελεί νάρκην δια την ψυχήν.
Δεν εντρεπόμεθα δια τα τραύματα της αμαρτίας ούτε ζητούμεν να εύρωμεν εκείνον που θα μας θεραπεύση, αλλά με την εντροπήν ζητούμεν να αποφύγωμεν τους οφθαλμούς του Σωτήρος, όπως ακριβώς εκαμε και ο Αδάμ, ο οποίος μετά την παράβασιν εκρύβη από φόβον και εντροπήν.
Ο Αδάμ ήτο τραυματισμένος θανασίμως από την αμαρτίαν και απέφευγε την χείρα του ιατρού, ενώ ο ίδιος έπρεπε να αναζήτηση τον ιατρόν και να μην αφήσηνα θριαμβεύση η αμαρτία ούτε να ζήτηση να συγκαλύψη την αδυναμίαν του, ρίπτων την ευθύνην μόνον εις την γυναίκα. Και ο Κάιν μετά το έγκλημά του ενόμισεν ότι είχε διαφύγει την προσοχήν του Θεού, ο οποίος τα πάντα βλέπει, γνωρίζει και παρακολουθεί.
Μετά την αμαρτίαν γεννάται εις την ψυχήν λύπη, που οδηγεί εις την ανόρθωσιν και την σωτηρίαν ή γεννάται λύπη που ωθεί τον άνθρωπον εις τον όλεθρον και την απώλειαν. Το σωτήριον αποτέλεσμα της κατά Θεόν λύπης το μαρτυρεί η λύπη, την οποίαν εδοκίμασεν ο απόστολος Πέτρος μετά την άρνησιν.
Ελυπήθη, έκλαυσε πικρώς, εσώθη και επανέκτησε πλησίον του Κυρίου το αποστολικόν αξίωμα.
Την λύπην, που οδηγεί εϊς την απώλειαν, την βλέπομεν εις τον Ιούδαν. Την στιγμήν που ο Λυτρωτής επάνω εις τον σταυρόν ηλευθέρωσε τον κόσμον από την δουλείαν της αμαρτίας, ο Ιούδας με την θλίψιν εις την ψυχήν έμενε δούλος της αμαρτίας.
Ενώ ο Κύριος έχυνε το τίμιον αίμα του, δια του οποίου ο κόσμος καθαρίζεται και εξαγιάζεται, ο Ιούδας από την υπερβολικήν λύπην έχασε κάθε ελπίδα ψυχικού καθαρμού και ώθησε τον εαυτόν του εις την αγχόνην, εις την αυτοκτονίαν.
Ας προσέχωμεν, λοιπόν, και ας δεχώμεθα την κατά Θεόν λύπην. Με κάθε δε τρόπον ας απομακρύνωμεν από την ψυχήν μας την λύπην, η οποία γίνεται μητέρα της απελπισίας και της απωλείας. Όταν αμαρτάνωμεν, προσβάλλομεν τον Θεόν και γινόμεθα πονηροί.
Ας λυπηθώμεν δια την αγνωμοσύνην προς τον πανάγαθον Δεσπότην. Η λύπη αυτή δεν φέρει ποτέ βλάβην εις την ψυχήν. Μερικοί όμως, μετά την αμαρτίαν, κυριεύονται απο ανίαν, δοκιμάζουν πικρίαν και πόνον ψυχικόν, θλίβονται υπερβολικά, αισθάνονται την καρδίαν των να πιέζεται,νομίζουν ότι η ζωή των κατήντησε πλέον αφόρητος.
Αυτή η λύπη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας, διότι οδηγεί την ψυχήν ασφαλώς εις τον πνευματικόν θάνατον.
Από το βιβλίο: «Αγίου Νικολάου Καβάσιλα,
«Η εν Χριστώ Ζωή ή Η Χριστιανική Ζωή»,
Εκδόσεις: Αδελφότης Θεολόγων «Η Ζωή», Αθήναι, 1964.
Επιμέλεια κειμένου: Μοναχή Θεοδοσία, Κωνσταντίνα Κυριακούλη.