”Κοίταξε, ἀγαπητέ πῶς τὰ ἀνθρώπινα μιμοῦνται τὴν θάλασσα·μήπως ἡ ζωή δὲν εἶναι γεμάτη ἀπὸ ταραχὴ ἐκείνης; Μήπως δὲν βασανιζόμαστε στὴν στεριὰ περισσότερο ἀπὸ τὴ θάλασσα;
Μήπως δέν ἐπιτιθέμεθα πιὸ ὸρμητικὰ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου;
Μήπως τὰ χρήματα δέν μᾶς βάζουν νὰ συγκρουόμαστε μεταξύ μας σὰν καταιγίδες; Μήπως δέν περιφερόμαστε ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν νὰ βρισκόμαστε σἑ θαλασσινὸ σκοτάδι; Αὐτὸς ἐδῶ ἅρπαξε τὸ χωράφι ἐκείνου· ἄλλος ἀφήρεσε τὸ χωράφι ἄλλου· ἄλλος ἐπιθύμησε τὴ γυναίκα τοῦ πλησίον του.
Ὁ ἕνας ὁδηγεῖται στὰ δικαστήρια μὲ τὸν γείτονά του γιὰ τὸ νερό· ἄλλος τσακώνεται μὲ τὸν συνιδιοκτήτη του γιὰ τὸν ἀέρα.
Ἄλλοι διαπληκτίζονται γιὰ μερικὰ μέτρα γῆς, καὶ ἄλλοι ἀλληλοβρίζονται γιὰ τὸ κτίσιμο σπιτιῶν· αὐτὸς ἐπιτίθεται νὰ πάρει αὐτὰ ποὺ δέν ἔδωσε, ἐκεῖνος καταφεύγει στὰ δικαστήρια γιὰ νὰ μὴ δώσει αὐτὰ ποὺ πῆρε.
Ἄλλος δείχνει ἀπληστία γιὰ τοὺς τόκους, κὶ ἄλλος ἰσχυρίζεται ὄτι θὰ τοῦ στερήσει καὶ τὸ κεφάλαιο. Αὐτὸς στεναχωρεῖται ἐπειδὴ εἶναι ἄπορος, ἐκεῖνος ἀνησυχεῖ ἐπειδὴ εἶναι εὔπορος.
Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει χλευάζεται, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γίνεται στόχος σκευωριῶν· αὐτὸν ποὺ κυριαρχεῖ τοῦ στήνουν ἐνέδρες, καὶ τὸν εὑρισκόμενο στὴν ἐξουσία τὸν ὑποβλέπουν· αὐτὸς ποὺ ἐξουσιάζει μισεῖται, καὶ ὁ δυνάστης προετοιμάζεται· οἱ πόλεμοι εἶναι συνεχεῖς καὶ οἱ φόνοι ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο.
Ἡ ἀπληστία τυραννεῖ, ἡ πλεονεξία καταδυναστεύει, τὸ ψέμα ὑπερηφανεύεται· ἡ ἐμπιστοσύνη πρὸς τοὺς ἄλλους χάθηκε, ἡ ἀλήθεια ἐγκατέλειψε τὴν γῆ· ἡ φιλία περιορίστηκε στὸ τραπέζι, καὶ αὐτοὶ ἔχασαν καὶ τὴ δύναμὴ τους· οἱ προσφωνήσεις εἶναι γεμάτες ὑπόνοια.
Γι΄ αὐτό, ἐπειδὴ ὅλοι μας κινούμαστε μεταξὺ κακῶν, ὀ προφήτης φωνάζει καὶ λέει: Ψαλ. 38,6 πλὴν ματαιότης πᾶς ἄνθρωπος ζῶν.”
Ἀγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς ψαλμ. 38.