Ὑπάρχει ἕνας ψαλμός, ὁ 142, ποὺ χρησιμοποιεῖται στὸν ἑξάψαλμο, στὸ ἀπόδειπνο, στὸν μικρὸ ἁγιασμό, τὸ εὐχέλαιο, τὴν παράκληση.
Ὁ ψαλμὸς αὐτὸς ἀρχίζει ὡς ἑξῆς· «Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν».
Παρακαλεῖ ὁ ψαλμωδὸς νὰ ἀκούσει ὁ Θεὸς τὴν προσευχή του, νὰ ἀφουγκραστεῖ τὴν δέησή του, καθὼς εἶναι ἀξιόπιστος καὶ δίκαιος, καὶ νὰ μὴ μπεῖ στὴ διαδικασία τῆς κρίσεως, γιατὶ ἐνώπιόν του δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ θεωρηθεῖ δίκαιος.
Τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐκφράζει ὁ ψαλμὸς αὐτός, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν εἶναι δίκαιος καὶ ἅγιος, τὴν ἐκφράζει σὲ πολλὰ σημεῖα ἡ ἁγία Γραφή. Ἀναφέρουμε μερικά. «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιῶν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν.
Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. 13 καὶ 52). «Ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσεις, Κύριε, Κύριε, τίς ὑποστήσεται;» (Ψαλμ. 129,3).
Παλαιότερα εἶχε κυκλοφορήσει ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ δρόμος τῶν ἀσκητῶν»· ἐκεῖ ὁ συγγραφέας του Τίτο Κολλιάντερ διατυπώνει τὴν ἄποψη ὅτι στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχουν εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, ἀλλὰ μετανοοῦντες καὶ μὴ μετανοοῦντες.
Ἡ ἄποψή του εἶναι πολὺ σωστή, γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ ἐμᾶς, βάσει τῆς ἁγίας Γραφῆς ποὺ προαναφέραμε, καὶ πρέπει νὰ γίνει φρόνημα ὅλων μας.
Ἄς θυμηθοῦμε τὸν Δαυῒδ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔγραψε ψαλμοὺς καὶ θεωρεῖται εὐσεβὴς βασιλιᾶς καὶ ἄνθρωπος ποὺ ὁ Θεὸς τὸν βρῆκε κατὰ τὴν καρδία του καὶ ὅτι θὰ κάνει ὅλα τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ (Πράξ. 13,22).
Ὁ Δαυῒδ δὲν πρόσεξε καὶ εἶδε μιὰ γυναίκα, τὴν Βηρσαβεέ, σύζυγο τοῦ ἀξιωματικοῦ του Οὐρία τοῦ Χετταίου, νὰ λούεται στὸν κῆπο της, τὴν ἐπεθύμησε, τὴν ἔκανε δική του καὶ ἔστειλε τὸν ἀξιωματικὸ ἄνδρα της στὸ πιὸ ἐπικίνδυνο μέρος μιᾶς μάχης τῶν Ἰσραηλιτῶν ὥστε νὰ φονευθεῖ, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε.
Μοιχὸς λοιπὸν καὶ δολοφόνος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως τὸν ἤλεγξε ὁ προφήτης Νάθαν καὶ συναισθάνθηκε τὰ ἁμαρτήματά του τότε ἡ μετάνοιά του κατέστη παροιμιώδης.
Πολλὰ εἶναι τὰ χωρία ποὺ μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε ἀπὸ τὴν Γραφή, ἀλλὰ θὰ ἀρκεσθοῦμε μόνο σὲ ἕνα. «Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ᾽ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. 6,7).
Κουράστηκε ἀπὸ τὸ νὰ στενάζει καὶ λούζει κάθε νύχτα τὸ στρώμα του καὶ τὸ κρεβάτι του μὲ τὰ δάκρυά του! Αὐτὸ κάνει τὸν ἅγιο Χρυσόστομο νὰ τὸν ζηλεύει καὶ νὰ λέγει στὴν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ ψαλμοῦ ὅτι «ἄλλοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν χρυσὰ καὶ ἀσημένια κρεβάτια· ἐγὼ ὅμως ἐπιθυμῶ νὰ ἔχω τὸ λουσμένο μὲ δάκρυα μετανοίας κρεβάτι τοῦ Δαυΐδ».
Συνεπῶς ὁ Θεὸς τὸν βρῆκε κατὰ τὴν καρδία του ὄχι λόγῳ τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ λόγῳ τῆς συνταρακτικῆς καὶ ἀνυπέρβλητης μετάνοιάς του.
Ἄς θυμηθοῦμε καὶ τοὺς δώδεκα ἀποστόλους. Ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸν Χριστό, ὁ Πέτρος τὸν ἀρνήθηκε, ὅλοι ἐκτὸς τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Θεολόγου καὶ εὐαγγελιστοῦ, τὸν ἐγκατέλειψαν. Ὁ Ἰούδας ὁμολόγησε ὅτι «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4), ἀλλὰ δὲν ζήτησε τὸ ἔλεός του.
Θεωρητικὰ παραδέχθηκε τὸ ἁμάρτημά του, δὲν προχώρησε ὅμως στὴν συγκλονιστικὴ μετάνοια τοῦ Πέτρου καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἔτσι κατήντησε ἐκεῖ ποὺ κατήντησε, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς κατέστησαν ἀπόστολοι καὶ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.
Ἄς θυμηθοῦμε τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο, τὸν Ἄσωτο, τίς πόρνες ποὺ πλησίασαν τὸν Χριστό, τὸν λῃστὴ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ ἄλλα πολλά.
Πολλοὶ πιστεύουν ὅτι αὐτὰ συνέβαιναν πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι καὶ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴν «ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσει ὁ Κύριος, τίς ὑποστήσεται;».
Συγκρούσεις μεταξὺ τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀρχομανίες καὶ φιλοδοξίες μεταξὺ τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν πατριαρχείων, ὑποστήριξη καὶ προβολὴ ἀναξίων κληρικῶν ἢ μετριοτήτων γιὰ ἀνάρρηση σὲ ὑψηλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θρόνους, σύμπλευση μὲ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία καὶ τὰ μεγάλα συμφέροντα καὶ τόσα ἄλλα.
Συνεπῶς μόνο ἡ ἀποφασιστικὴ καὶ συγκλονιστικὴ μετάνοια «εἰς τύπον καὶ τόπον Δαυΐδ» μᾶς ἀποκαθιστᾶ ἐνώπιον Θεοῦ, γιατὶ ἐνεργοποιεῖ τὸ ἔλεος του, μᾶς χαρίζει τὴν ἄφεση καὶ τὴν χάρη του καὶ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ἁγιότητα. Κατὰ τὰ ἄλλα μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου «πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν ὡς ράκος ἀποκαθημένης» (Ἠσ. 64,6).