Ὅταν ὁ (ὅσιος) Συμεὼν σοφίστηκε τὸν πρωτόγνωρο (γιὰ τὴν ἐποχή του) τρόπο ἀσκήσεως πάνω στὸ στῦλο καὶ διαδόθηκε ἔντονα ἡ φήμη του παντοῦ, οἱ ἐρημίτες πατέρες ξαφνιάστηκαν ἀπὸ τὸ ἀσυνήθιστο καὶ παράδοξο αὐτὸ ἐγχείρημα.
Τοῦ στέλνουν λοιπὸν κάποιους μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὸν ἐπιπλήξουν γιὰ τὴν περίεργη ἐπινόησή του καὶ νὰ τοῦ συστήσουν ν᾿ ἀκολουθήσει χωρὶς περιφρόνηση τὸν συνηθισμένο καὶ δοκιμασμένο ἀπὸ τοὺς ἁγίους δρόμο, ὅπου βαδίζοντας τόσα πλήθη μακαρίων (ἀνδρῶν), ἀνέβηκαν ὡς τὰ ἐπουράνια καὶ κατοίκησαν σ᾿ ἐκεῖνα τὰ αἰώνια σκηνώματα.
Ἔπειτα ὅμως, ἀπὸ φόβο μήπως ἡ σκέψη (τοῦ ὁσίου) ἦταν θεάρεστη καὶ ἐκεῖνοι ἀντιμετώπιζαν τὴν ὑπόθεση ἀνθρώπινα, ἔδωσαν στοὺς ἀπεσταλμένους κι αὐτὴ τὴν παραγγελία: Ἂν μὲν δοῦν τὸν ἄνδρα ν᾿ ἀρνεῖται τὸ θέλημά του καὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ κεῖ (ποὺ εἶχε ἀνέβει, ὑπακούοντας σ᾿ αὐτούς), νὰ τὸν συγκρατήσουν ἀμέσως καὶ νὰ τὸν προτρέψουν νὰ μείνει σταθερὸς στὴν ἀπόφασή του, γιατὶ ἔτσι θὰ θεωροῦσαν ὅτι πρόκειται γιὰ θεία οἰκονομία, καὶ δὲν θὰ εἶχαν πιὰ γιὰ τὸ μέλλον τὸ φόβο, ὅτι μία τέτοια ἀρχὴ δὲν θὰ καταλήξει καὶ σὲ καλὸ τέλος.
Ἂν πάλι (ὁ ὅσιος) δυσφοροῦσε καὶ δὲν ἀνεχόταν οὔτε λίγες συμβουλὲς (ν᾿ ἀκούσει), ἀλλὰ πεισματικὰ καὶ ἀσυλλόγιστα ἀκολουθοῦσε τὸ δικό του θέλημα, τότε θὰ γινόταν ὁπωσδήποτε φανερό, ἔλεγαν, ὅτι βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη – ὁπότε ποιὸς δὲν θὰ ἔλεγε ὅτι ὁ πονηρὸς τοῦ εἶχε βάλει αὐτοὺς τοὺς λογισμούς;
Σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση πρόσταζαν (οἱ πατέρες τοὺς ἀπεσταλμένους τους) νὰ τὸν τραβήξουν κάτω καὶ νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ στῦλο ἀκόμα καὶ μὲ τὴ βία.
Φτάνοντας λοιπὸν οἱ ἀπεσταλμένοι μὲ τέτοια ἐντολὴ στὸν πατέρα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ὑπακοῆς Συμεών, κυριεύθηκαν ἀπὸ σεβασμὸ ἀπέναντί του μόλις κιόλας τὸν εἶδαν καὶ τὸν χαιρέτισαν.
Δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ τὸν κοιτάξουν στὸ πρόσωπο. Ὅμως, γιὰ τὴν ἐντολὴ τῶν πατέρων ποὺ τοὺς ἔστειλαν καὶ γι᾿ αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ καλὸ τῆς ἐκπληρώσεώς της, τοῦ λένε χωρὶς περιστροφὲς ὅλα ὅσα τοὺς εἶχαν πεῖ ἐκεῖνοι. Κι ὁ ἀληθινὰ πρᾷος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιὰ (Συμεών), δέχθηκε μὲ πραότητα τὴν ἐπιτίμησή τους.
Δὲν ἀντιμίλησε, δὲν ἀγανάκτησε, δὲν τὴ συζήτησε, δὲν εἶπε τίποτα, οὔτε πολλὰ οὔτε λίγα. Ἀπεναντίας μάλιστα, ἀφοῦ δέχθηκε τὴν ἐπιτίμηση μὲ ἱλαρὸ βλέμμα καὶ χαμηλωμένα μάτια, ἔκανε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ στῦλο, εὐχαριστώντας τὸ Θεὸ καὶ εὐγνωμονώντας τοὺς πατέρες γιὰ τὴν φροντίδα τους.
Ἀμέσως τότε οἱ ἀπεσταλμένοι τὸν σταματοῦν καὶ τοῦ φανερώνουν τὴν κρίση τῶν πατέρων. Ὕστερα, ἀφοῦ εὐχήθηκαν στὸ Συμεὼν νὰ μείνει μόνιμα καὶ σταθερὰ πάνω στὸ στῦλο, νὰ ἔχει καλὸ τέλος καὶ (ν᾿ἀξιωθεῖ) μὲ ἀσφάλεια τὴν ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς συνεχεῖς κόπους του, ἀναχώρησαν.
Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ὁσίου Συμεὼν τοῦ ἐν τῇ μάνδρᾳ