Ένας αδελφός από την έρημο πήγε στην πόλη να πουλήσει τα καλάθια του. Πλησιάζοντας στην αγορά, είδε πεσμένο κάτω ένα σακκούλι. Το σήκωσε και κατάλαβε από το βάρος πως είχε μέσα πάνω από χίλια χρυσά νομίσματα.
Δεν το πείραξε όμως, περίμενε εκεί, με την σκέψη πώς θα έρθει να το αναζητήσει εκείνος που το έχασε.
Σε λίγο φάνηκε ένας άνθρωπος καταστενοχωρημένος και γύρευε το σακκούλι που είχε πέσει από την ζώνη του.
Ο αδελφός του το παρέδωσε αμέσως. Συγκινημένος ο άνθρωπος από την καλοσύνη του μονάχου, έβγαλε από το σακκούλι μια χούφτα χρυσά νομίσματα για να τον ανταμείψει.
– Δεν θέλω, φίλε μου, ανταμοιβή, του είπε ο αδελφός, γι΄ αυτό που ήταν καθήκον μου να κάνω.
Έκπληκτος ο άνθρωπος άρχισε να φωνάζει στους διαβάτες:
– Τρέξτε να δείτε αληθινά του Θεού άνθρωπο.
Στο μεταξύ όμως χάθηκε ο αδελφός ανάμεσα στο πλήθος, άφήνοντας και τα καλάθια του στην μέση, για να αποφύγει τον έπαινο.
Καθώς γύριζαν μια μέρα στο κελλί τους ο Αββάς Αγάθων με τον υποτακτικό του, ο νέος βρήκε στον δρόμο ένα φρέσκο φασόλι:
– Να το πάρω, Αββά; ρώτησε τον Γέροντα.
Εκείνος του έριξε ένα βλέμμα αυστηρό κι ύστερα του είπε:
– Μήπως το έβαλες του λόγου σου εκεί;
– Όχι, Αββά.
Περνώντας κάποτε την έρημο του Ιορδάνου, κάθισε κατάκοπος να ξεκουραστεί κάτω από μια συκιά ο Αββάς Ζήνων.
Πεινασμένος καθώς ήταν, του έλεγε ο λογισμός του πως δεν ήταν σπουδαίο πράγμα να κόψει ένα σύκο για να φάει.
– Οι κλέφτες πάνε στην κόλαση, αποκρίθηκε σ’ αυτόν τον λογισμό ο Γέροντας. Δοκίμασε λοιπόν αν την υπομένεις, κι ύστερα κόβεις.
Πήρε το ραβδί του κι άρχισε να χτυπά τον εαυτό του αλύπητα.
– Αν δεν υποφἐρεις την τιμωρἰα, ταπεινἐ, μην τολμἀς να κλἐβεις εἰπε μὀνος του κι απἐφυγε τον πειρασμὀ.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας “ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ”, σελ. 50-51)