Η λέξη «δημοπίθηκος» είναι από την έξοχη κωμωδία του Αριστοφάνη «Βάτραχοι», η οποία γράφτηκε και διδάχτηκε τα τελευταία έτη του Πελοποννησιακού Πολέμου, εν μέσω παρακμής της ευκλεούς πόλεως των Αθηνών, η οποία κατάντησε έρμαιο ανίκανων και ανήθικων πολιτικών.

Ο στίχος -(1083-1085)- γράφει κατά λέξη:
«Η πόλις ημών ανεμεστώθη δημοπιθήκων εξαπατώντων τον δήμον».
Δηλαδή:
«Η πόλη μας γέμισε εντελώς δημοπιθήκους, οι οποίοι εξαπατούν τον λαό».

Η λέξη δημοπίθηκος, απαντάται μόνο στο συγκεκριμένο έργο του Αριστοφάνη-«άπαξ λεγόμενον», όπως λέγεται στην γλωσσολογία- και σημαίνει «ο με τας κολακείας του απατών τον όχλον, ο απατεών», κατά το έγκυρο λεξικό «Liddel-Scott», ο αγύρτης, κατά το λεξικό του «Δημητράκου».

Πριν ασχοληθούμε με τους…δημοπιθήκους, μια μικρή παρένθεση. Στους «Βατράχους» ο Αριστοφάνης, με νοσταλγική διάθεση, συγκρίνει την ποίηση των παιδικών του χρόνων, την ποίηση της ακμής και της ανατάσεως προς το θείον και την εύνομο πολιτεία, με την εκπνέουσα ποίηση των χρόνων του.

Η Αθήνα πνέει τα λοίσθια και ο λαός αναθυμάται τα δοξασμένα χρόνια. («Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό», κατά την μεγαλοφυή διατύπωση του Σεφέρη).

Τόσο πολύ θαύμασαν οι Αθηναίοι το έργο, ώστε το «δίδαξε» δύο φορές. Και ας προσεχθεί το ρήμα «δίδαξεν». Στο ίδιο έργο του «Βάτραχοι», ο Αριστοφάνης, ρητώς μας βεβαιώνει ότι ο ποιητής είναι ο παιδαγωγός των ωρίμων, όπως ο δάσκαλος των μικρών παιδιών: «τοις μεν γαρ παιδαρίοισιν εστί διδάσκαλος όστις φράζει, τοίσιν δ’ ηβώσι ποιηταί». (στιχ. 1054).

Για τον αρχαίο Έλληνα ήταν κάτι το αδιανόητο, έργο τέχνης χωρίς μορφωτικό-παιδαγωγικό περιεχόμενο. Ο ποιητής, ο αρχιτέκτονας, ο ζωγράφος, ο μουσικός, ο φιλόσοφος και ο πολιτικός εθεωρούντο και έπρεπε να είναι οι παιδαγωγοί και δάσκαλοι του λαού τους.

Το θέατρο ιδίως το σχολείο του λαού. Στις επιγραφές «χορηγικών τριπόδων» διαβάζουμε: «Σοφοκλής εδίδασκεν», «Αισχύλος ή Ευριπίδης εδίδασκεν».

Όσο η Αθήνα τηρούσε το ιδεώδες της παιδαγωγούσας πολιτικής κοινότητας («πόλις») ανθούσε και κατέλειπε «χρυσούς αιώνες».

Όταν «ανεμεστώθη δημοπιθήκων», έσβησε.Στα περικαλλή μάρμαρά της κούρνιαζαν κουκουβάγιες, θρηνώντας για τα περασμένα μεγαλεία…

Οι δημοπίθηκοι, λοιπόν, αναφύονται σε καιρούς παρακμής.

Ετυμολογικώς η λέξη παράγεται από το «δήμος», ο λαός και την λέξη «πίθηκος», η οποία είναι «αγνώστου έτυμου», δεν έχει εντοπισθεί η ετυμολογία της. Είναι αρχαιότατη λέξη-ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. στον Αρχίλοχο και τον Σιμωνίδη.

Οι αρχαίοι την χρησιμοποιούσαν και ως «πιθηκισμός», όταν ήθελαν να καυτηριάσουν κάποιον που μιμείται γελοιοτρόπως τα των άλλων, που μαϊμουδίζει. (Η μαϊμού από το ρήμα «μιμώ», «μιμούμαι»).

Πίθηκο ονόμαζαν και τον πονηρό, αναιδή, θρασύδειλο και απατεώνα. Δημοπίθηκος θα λέγαμε ότι είναι αυτός που εξαπατά αδιάντροπα και με δόλιο, πονηρό τρόπο τον λαό.

Κυρίως με κολακείες ή απειλές, με χρήματα ή υποσχέσεις, αποσκοπώντας μόνο στο προσωπικό του συμφέρον και αδιαφορώντας παντελώς για το κοινό καλό, την «πόλιν»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ