Τότε ήταν αλλιώς..
Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά να μπει ο ήλιος κι ο Θεός
κι οι καρέκλες αργά το απόγευμα, έβγαιναν στο πεζοδρόμιο.
Ο τόπος όλος μύριζε γιασεμί, βασιλικό και δυόσμο.
Τα βράδια σου λιγωνόταν η ψυχή από τη μυρωδιά
του νυχτολούλουδου κι αυτή γεμάτη απ’ την ονειροπόληση
έκανε θαρρείς το γύρω του κόσμου.
Ήταν τότε που οι άνθρωποι μοιράζονταν τη χαρά και τη λύπη
την πείνα, τον καημό και τ’ όνειρο..