Μιά τριαντάχρονη γυναίκα ἀπό τή Λαμία, ἡ Β.Κ., μᾶς διηγήθηκε πώς τον Σεπτέμβριο τοῦ 1985 πῆγε μιά μέρα στο σπίτι της ὁ π. Βησσαρίων. Μπήκε στο σπίτι, ἔκαμε τόν σταυρό του και κάθησε στον καναπέ.
Ἡ γυναίκα τόν ἐρώτησε τί θέλει νά τόν κεράσει. «Μόνο ένα ποτήρι νερό, παιδί μου, θέλω να μοῦ δώσεις, γιατί περπατάω πολλή ώρα και διψασα», τῆς εἶπε. Τοῦ πῆγε τό νερό καί τοῦ εὐχήθηκε στην ὑγειά του. Καί ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε: «Εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου».
«Παπούλη, δέν εἶμαι ἔγκυος», εἶπε αὐτή. Γύρισε, τήν κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του και τῆς χαμογέλασε. Ἡ γυναίκα εἶχε δυό μεγάλα παιδιά καί δέν σκόπευε να γεννήσει τρίτο.
Στίς ἀρχές τοῦ ἑπόμενου χρόνου ἡ γυναίκα γέννησε ἕνα ὑγιέστατο αγοράκι, πού τό βάπτισε στη μονή Αγάθωνος, παρόντος τοῦ Γέροντα, καί τό ὀνόμασε Χρυσοβαλάντη.
Εἶχε τή χάρη ὁ Γέροντας να «βλέπει» καί νά γίνεται ἄγγελος καλῶν εἰδήσεων. Η χαρά του γιά τό καλό τῶν «παιδιῶν» του δέν τοῦ ἐπέτρεπε να κρατάει μυστικό αὐτό πού ἔβλεπε.
Προέλεγε, γιά νά ἐνισχύει την πίστη τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς προετοιμάζει ψυχικά γι’ αὐτό πού ἐπρόκειτο νά ἀντιμετωπίσουν. Ἔτσι, γινόταν ὁδηγός καί ἀρωγός στο να βιώσουν ὅσο πιό χριστιανικά γινόταν τα συμβαίνοντα στη ζωή τους.