Κάποια μέρα ἔρχεται στὸ Νοσοκομεῖο, ποὺ ὑπηρετοῦσα ὡς νοσοκομειακὸς ἱερέας, ἕνας γνωστός μου καὶ μοῦ λέει:
«Πάτερ, στὸν τάδε θάλαμο νοσηλεύεται ὁ θεῖος μου ὁ Κώστας. Θὰ ἤθελα νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖτε, μὴ τυχὸν καὶ τὸν καταφέρετε νὰ ἐξομολογηθεῖ καί νὰ κοινωνήσει. Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ σᾶς πῶ καὶ τοῦτο·
Ὁ θεῖος μου εἶναι καλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ δὲν εἶχε καλὲς σχέσεις μὲ τὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς ἱερεῖς, δὲν ἐκκλησιαζότανε, δὲν ἔχει ἐξομολογηθεῖ οὔτε καὶ ἔχει κοινωνήσει ποτέ, ὅμως σᾶς τὸ ξαναλέω ὅτι εἶναι καλὸς ἄνθρωπος».
Πράγματι τὴν ἄλλη μέρα πῆγα στὸν θάλαμο καί, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι πῆγα εἰδικὰ γι᾽ αὐτόν, ἄρχισα πρῶτα νὰ συνομιλῶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀσθενεῖς. Ἐν συνεχείᾳ πῆγα καὶ στὸ δικό του τὸ κρεβάτι.
Πρὶν καλά – καλά τὸν χαιρετήσω ἀντέδρασε –μὲ ὄχι καλὴ συμπεριφορά– καὶ δὲν ἤθελε ὄχι νὰ τὸν χαιρετήσω ἀλλ᾽ οὔτε κἂν νὰ τὸν πλησιάσω. «Φύγε – φύγε, παπᾶ, δὲν σᾶς ζήτησα καὶ δὲν σᾶς θέλω, δὲν ἔχω σχέσεις μὲ παπᾶδες».
Ἐγώ, πρὶν φύγω ἀπὸ κοντά του, τοῦ λέω ὅτι εἶμαι ὁ ἱερέας τοῦ νοσοκομείου, βρίσκομαι ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο στὸ νοσοκομεῖο κι ἂν θέλει κάποια ἐξυπηρέτηση μπορῶ νὰ τοῦ τὴν προσφέρω, καὶ ἔτσι ἔφυγα ἄπρακτος.
Μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες σκέφθηκα καὶ πάλι νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Ὅταν μὲ εἶδε νὰ τὸν πλησιάζω, ἤθελε –καί μάλιστα πάλι μὲ ἄσχημο τρόπο– νὰ ἀπομακρυνθῶ.
Μὲ τὴν σκέψη ὅτι εἶναι συγγενὴς τοῦ γνωστοῦ μου καὶ καλοῦ ἐκείνου ἀνθρώπου, θέλησα μετὰ ἀπό λίγες ἡμέρες νὰ προσπαθήσω γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ νὰ τὸν πλησιάσω. Μπαίνοντας μέσα στὸ θάλαμο καὶ βλέποντας τοὺς ἄλλους ἀσθενεῖς τόλμησα καὶ πάλι νὰ τὸν πλησιάσω.
Ἡ συμπεριφορά του ἀπέναντί μου δὲν περιγράφεται. Ἐγὼ κάπως, νὰ τὸ πῶ, θυμωμένος ἀπὸ τὴν ἀχαρακτήριστη συμπεριφορά του, ἔφυγα καὶ τὸ περίεργο εἶναι ὅτι ἔφυγε καὶ αὐτὸς τελείως ἀπὸ τὸ μυαλό μου. Ἄν τὸν θυμόμουνα, ἴσως καὶ πάλι νὰ τὸν ἐπισκεπτόμουνα.
Μετὰ ἀπὸ δέκα περίπου ἡμέρες, μὲ εἰδοποιοῦν νὰ ἐπισκεφθῶ καὶ νὰ ἐξομολογήσω ἕναν ἀσθενῆ πού νοσηλευόταν σὲ ἕνα ἄλλο κτήριο.
Ἐγὼ φεύγοντας ἀπό τὴν ἐκκλησία τοῦ νοσοκομείου γιὰ νὰ ἐπισκεφθῶ τον ἀσθενῆ ποὺ μὲ περίμενε νὰ ἐξομολογηθεῖ, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω –καὶ ποτέ δὲν μπόρεσα νὰ τὸ καταλάβω πῶς– βρέθηκα στὸ θάλαμο ἐκείνου τοῦ ἀρρώστου, τοῦ κ. Κώστα, ποὺ δὲν μὲ ἤθελε.
Ἄν τὸν βλέπατε, ἀδελφοί μου, σὲ τί κατάσταση βρισκότανε θὰ τὸν λυπόσασταν. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκα στὸ θάλαμο δὲν ὑπῆρχε ἄλλος ἀσθενὴς παρὰ ὁ κύριος Κώστας ὁ ὁποῖος πάλευε μὲ τοὺς δαίμονες ποὺ πῆγαν νὰ πάρουν τὴν ψυχή του.
Τὸν εἶδα τρομαγμένο καὶ νὰ σκεπάζεται μὲ τὸ σεντόνι του καὶ νὰ φωνάζει καὶ νὰ λέει στὰ πονηρὰ πνεύματα
«Ὄχι, ὄχι, φύγετε. Νάτους ἤρθανε, ὄχι, ὄχι, διῶξτε τους» καὶ ἄλλα ποὺ δὲν θυμᾶμαι. Βλέποντας αὐτὴ τὴν κατάσταση, δὲν σᾶς κρύβω ὅτι πρὸς στιγμὴ φοβήθηκα μὴ τυχὸν φύγουν οἱ δαίμονες ἀπὸ τὸν κ. Κώστα καὶ ᾽ρθοῦν σὲ μένα.
Ἐκείνη λοιπὸν τὴ στιγμὴ βλέποντας τὸν κ. Κώστα σ’ αὐτὴ τὴν φοβερὴ κατάσταση, τοῦ λέω: «κύριε Κώστα, τί θέλεις;».
«Νάτους, πάτερ, διῶξε τους, διῶξε τους, δὲν τοὺς θέλω» κλπ.
Τότε ἐγὼ τοῦ λέω: «Γιὰ νὰ φύγουν, κ. Κώστα, πρέπει νὰ ἐξομολογηθεῖς».
«Ναί, πάτερ, νὰ ἐξομολογηθῶ».
Καὶ ἄρχισε νὰ ἐξομολογεῖται μὲ εἰλικρίνεια καὶ καθαρότητα. Ἀφοῦ τελείωσε καὶ τοῦ διάβασα τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, τοῦ εἶπα:
«Τώρα, κ. Κώστα, θὰ κοινωνήσουμε».
«Ναί, πάτερ, νὰ κοινωνήσω».
Πῆγα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ νοσοκομείου πῆρα τὴν Θεία Κοινωνία καὶ τὸν κοινώνησα. Τὸ ἀπόγευμα θέλησα νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ νὰ δῶ πῶς εἶναι. Ἡ ἀδελφὴ νοσοκόμα μοῦ εἶπε: «Μία ὥρα περίπου μετά τὴν θεία κοινωνία, πάτερ, κοιμήθηκε».
ἱερομ. ΚΟΣΜΑΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΗΣ
[ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυχή του ποῦ πηγαίνει;» (ἔκδ. ἱ. μονῆς Ὁσ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου Πυργετοῦ, Λάρισσα 2023, σσ. 84-86)