Ο π.Β. επεσκέφθη ένα χωριό δι’ υποθέσεις της Μονής του. Από την στιγμήν που έφθασε εις το χωριό, οι κάτοικοι τον επλησίασαν.
Του εζήτουν επιμόνως να τους βοηθήση και να υπερασπίση την Αλήθεια εμπρός εις έναν ευαγγελικόν ιεροκήρυκα, που τους ενοχλούσε πολύ προσβάλλων την πίστιν της Εκκλησίας, όσον αφορά την λατρείαν των Αγίων και της Μητέρας του Θεού, χρησιμοποιών πολλά χωρία της Βίβλου.
Απλός και σχεδόν αγράμματος ο πτωχός μοναχός ευρέθη εις αμηχανίαν. Εσκέφθη ολίγον.
Μετά, αφού ενεθυμήθη αυτό που συχνά εδιάβαζε εις τους βίους των Αγίων, προεκάλεσε εις διάλογον τον αντίπαλόν του:
– Ας ανάψωμε, λοιπόν, μιαν μεγάλην φωτιάν εις την πλατείαν του χωριού και καθένας από μας ας περάση από μέσα από την φωτιάν. Ο Θεός ο ίδιος θα δείξη ποιος από μας τους δυο λέει την αλήθειαν.
Από πολύ ενωρίς το πρωί με ακόμη μεγαλύτερον θόρυβον ο λαός εμάζευε ξύλα και έκανεν ένα μεγάλο σωρόν εις την πλατείαν.
Ο π.Β. ενεφανίσθη όχι όμως και ο (προτεστάντης) ιεροκήρυκας. Έφυγε με το πρώτον πλοίον. Όλο το χωριό χαιρετούσε με κραυγάς χαράς αυτήν την λαμπράν νίκην της πίστεως επάνω εις την απάτην των ανθρωπίνων διδασκαλιών.
Όταν ο π.Β. εισήλθεν εις το μοναστήρι, τον ηρώτησαν:
– Ήσουν, λοιπόν, έτοιμος να μπης εις την φωτιάν; Απήντησε με απλότητα:
– Όσο για μένα δεν είχα αμφιβολία για την πίστι της Εκκλησίας και είπα· Αμαρτωλός και άχρηστος σ’ αυτή τη γη με κάθε τρόπο, δεν είσαι άξιος παρά για την κόλαση. Ας καής εδώ κάτω παρά εις την αιωνιότητα. Ας μπούμε, λοιπόν, εις την φωτιά!
Έτσι με την βαθειάν του ταπείνωσιν, αυτός ο απλούς μοναχός υπερησπίσθη την πίστιν, όπως οι πρώτοι μάρτυρες και πνευματικοί πατέρες.
(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ. 64-65)