Στή διδασκαλία τοῦ Χρυσορρήμονος γιά παιδαγωγικά θέματα, πρωτεύοντα καί κεντρικότατο ἂξονα συνιστᾶ ἀσφαλῶς ἡ χριστιανική ἀγωγή, τῆς ὁποίας τήν ἀναγκαιότητα, τούς σκοπούς, τό περιεχόμενο καί τούς καρπούς φωτίζουν ἀποσπάσματα λόγων, πού παρουσιάζονται παρακάτω.
«Θέλεις νά εἶναι πειθαρχικός ὁ γιός σου; Ἀπό τήν ἀρχή νά τόν ἀνατρέφεις μέ παιδαγωγία καί συμβουλή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου».
«Τέτοια λοιπόν ἂς προετοιμάζουμε τά παιδιά μας, ὣστε νά μποροῦν νά ἀντέχουν σ’ ὃλες τίς δοκιμασίες τοῦ βίου καί νά μήν ἐκπλήσσονται γιά τά δυσάρεστα πού ἒρχονται».
«Γιατί αὐτή ἡ πείνα ἡ πνευματική εἶναι φοβερότερη ἀπό τήν σωματική πείνα, ἀφοῦ καί καταλήγει σέ χειρότερο θάνατο καί γι’ αὐτό πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά δείχνουμε περισσότερο ζῆλο. Αὐτή εἶναι ἡ ἂριστη φροντίδα τῶν πατέρων, αὐτή εἶναι ἡ γνήσια κηδεμονία τῶν γονέων».
«Μήν προσπαθεῖς νά τό κάμεις (τό παιδί) ρήτορα, ἀλλά παιδαγώγησέ το νά φιλοσοφεῖ. Μήν ἀκονίζεις τή γλώσσα του, ἀλλά καθάρισε τήν ψυχή του. Δέν τά λέγω αὐτά γιά νά σέ ἐμποδίσω νά μορφώσεις τό παιδί σου, ἀλλά γιά νά σέ ἐμποδίσω νά προσέχεις μόνο τά κοσμικά χαρίσματα».
«Γι’ αὐτό εἶναι καλύτερα νά τό ἐφοδιάζουμε μέ ἠθικά καί πνευματικά ὃπλα ἀπό τήν πρώτη παιδική ἡλικία, πού εἶναι ἀκόμη κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐκεῖνος πού ἂρχισε τόν ἀγώνα ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, δέν ξοδεύει τόν καιρό του προσπαθώντας νά ξεπλύνει ἁμαρτήματα τοῦ παρελθόντος, οὒτε ἀσχολεῖται μέ τή θεραπεία τραυμάτων, ἀλλά παίρνει ἀπό νωρίς τά βραβεῖα…καί μένει παντοτινά σταθερός καί ἀμετακίνητος στίς ἀρχές του».
«[…] οὒτε τά ἀπομακρύνω (τά παιδιά) ἀπό τή μελέτη μή χριστιανῶν φιλοσόφων.[…] Ἐπειδή ἡ ἡλικία τους εἶναι τρυφερή, βρίσκουν ἀμέσως ἀπήχηση τά θεῖα λόγια. Ἂν λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή καί ἀπό τά πρῶτα τους βήματα τά ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν πονηρία καί τά χειραγωγήσουμε πρός τήν ἂριστη ὁδό, ἡ εὐσέβεια θά τούς γίνει ἓνα εἶδος συνήθειας καί φύσεως. Ἒτσι δέν θά μεταστρέφονται εὒκολα μέ τή θέλησή τους πρός τό κακό, γιατί ἡ συνήθεια αὐτή θά τά βοηθεῖ νά πράττουν τά καλά ἒργα».[1]
Παρατηρεῖ κανείς, κατά τόν Χρυσόστομο, ἐξόχως σημαντικές ἀνάγκες νά ἐξυπηρετεῖ ἡ χριστιανική ἀγωγή, οἱ ὁποῖες σαφῶςς στιγματίζουν τήν ὀργάνωση καί νοηματοδοτοῦν τή λειτουργία τῶν περισσότερων ἐκπαιδευτικῶν συστημάτων.
Ἡ πειθαρχία, οἱ ἀνοιχτές στή μάθηση φύσεις, ἡ σφυρηλάτηση ὁλοκληρωμένων καί δυναμικῶν προσωπικοτήτων, πού θά εἶναι ἱκανές νά ἀντιμετωπίσουν τή ζωή, ἡ εἰς βάθος καλλιέργεια τοῦ κριτικοῦ καί φιλομαθοῦς παιδικοῦ πνεύματος ἦταν καί εἶναι διαρκῶς ζητούμενα, καθώς κινητοποιοῦν τούς παιδαγωγούς, ὣστε νά δράσουν ἀνάλογα.
Ἀκόμη, ἡ ἀνάγκη γιά πνευματική καθοδήγηση πρός τήν ἀρετή καί ἡ ἐνστάλαξη στέρεων ἀρχῶν καί ἀξιῶν στά παιδιά, ἀκόμη ἀπό τήν πρώτη παιδική ἡλικία, ἀποτελεῖ σέ κάθε περίπτωση ὓψιστη ἐπιδίωξη γονέων καί ἐκπαιδευτικῶν, ἰδιαίτερα σήμερα, κατά τήν ἐποχή τῆς πλήρους ἀστάθειας, ἀπερίσκεπτης καί ἀνεξέλεγκτης κατάρρευσης κάθε εἲδους παλαιοῦ ἰδεώδους, μέ ὃ,τι αὐτό- συνήθως θλιβερό- συνεπάγεται.
Ὁ Ἰ. Κογκούλης ἀναφέρει εὒστοχα: «Μέ τή χριστιανική ἀγωγή θά βοηθηθεῖ ὁ ἂνθρωπος νά συνδέσει τήν πρώτη του γέννηση μέ τήν ἀναγέννηση καί τή βιολογική νεότητα μέ τήν πνευματική νεότητα, μέ τήν ἀνακαίνιση.[…] Αὐτή ἡ καινή μορφή ἀγωγῆς τελικά ἒρχεται νά καταδικάσει τή μονομερή καί ἀπαράδεκτη στάση ὁρισμένων, πού τήν ταυτίζουν ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τήν προετοιμασία τῶν πολιτῶν γιά τή μετά θάνατον ζωή».[2]
Τό νά μάθει κανείς τά παιδιά νά φιλοσοφοῦν τό καθετί, νά σκέπτονται καί νά ἀποφασίζουν κριτικά καί ὂχι μέ γνώμονα τόν τρόπο δράσης τῆς μάζας εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό καί ἐπίπονο καί ἡ μελέτη πολλῶν φιλοσόφων φαίνεται νά δίνει μιά διέξοδο στό θέμα αὐτό.
Ἲσως πολλά ἀνεπιθύμητα στοιχεῖα στή συμπεριφορά τῶν σύγχρονων παιδιῶν στό σχολεῖο καί στήν οἰκογένεια, ὃπως ἡ παθητικότητα, οἱ ἐκδηλώσεις βίας καί ἐπιθετικότητας, ἡ θρασύτητα κ.ἂ. ἐξηγοῦνται καί ἀπό τό γεγονός, ὃτι τά παιδιά δέν ἒχουν διδαχθεῖ τήν ἀξία τῆς μελέτης ἐν γένει, δηλαδή ἀπό τό ὃτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία δέν διαβάζει τίποτε ἂλλο πέραν τῶν σχολικῶν μαθημάτων, μέ «ξηρό» καί ἀναγκαστικό τρόπο.
Ἡ κλίση τοῦ Χρυσοστόμου πρός τόν Πλατωνισμό, τό ἓνα ἀπό τά δύο κυρίαρχα παιδαγωγικά ρεύματα τῆς ἀρχαιότητας, εἶναι ἐμφανής στό σημεῖο, ὃπου περιγράφει ὡς ἀνώτερη τή φιλοσοφία ἀπό τή ρητορική δεινότητα. Τέλος, ἡ χριστιανική ἀγωγή εἶναι ἀναγκαία γιά τή διάπλαση ἀκέραιων χαρακτήρων, χρηστῶν, ἀδιάφθορων καί εὐαίσθητων πολιτῶν.
«Σκοπός τῆς διδασκαλίας μου δέν εἶναι νά δοξασθῶ ἐγώ, οὒτε νά φανῶ λαμπρός, ἀλλά νά γίνουν δεκτές ἀπό τό Θεό οἱ ψυχές τῶν μαθητῶν μου. Γιατί δέν χρειάζεται μόνον πίστη, ἀλλά καί ζωή πνευματική».
«Ἐπειδή δηλαδή πρόκειται νά τούς ὁδηγήσει (ἡ χριστιανική ἀγωγή) στό νά γνωρίσουν τό Θεό, ἀπαλλάσσει τήν ψυχή ἀπό τά νοσήματα».[3]
Κύριος σκοπός τῆς ἀγωγῆς, ὃπως τήν ἀντιλαμβάνεται ὁ ἱερός Πατήρ, εἶναι ἡ θεογνωσία καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά ὃποια πάθη μέσα στό πλαίσιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Τά παιδιά μαθαίνουν τήν αὐτοκυριαρχία καί παίρνουν ἀληθινά μεγάλες ἀπαντήσεις στίς μεγάλες ἀπορίες τους.
Γιά τήν ἀνάγκη πρόταξης τοῦ ὑψίστου σκοποῦ τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς, πού εἶναι τό «καθ’ ὁμοίωσιν», μιλάει ὁ Κ. Φράγκος: «Ὁ ὑπέρτατος αὐτός σκοπός τῆς ἀγωγῆς, ὁ ὁποῖος ὃπως ἒχει λεχθεῖ, ἀφορᾶ στήν ἀληθινή χριστιανοποίηση τῶν ἀτόμων, ὂχι μόνον δέν παραβλάπτει τήν ἐπίτευξη ἂλλων σκοπῶν, ἀλλά καί ἐντελῶς ἀντίθετα εὐνοεῖ κάθε ἂλλο γήινο ἢ κοσμικό (σκοπό), μή ἀντιτιθέμενο, βεβαίως, πρός αὐτόν».[4]
«[..] Καί σκεπτόμενοι τούς βίους τῶν θαυμαστῶν ἐκείνων καί μεγάλων ἀνδρῶν (τῶν ἁγίων), νά ὁδηγούμαστε σέ ζῆλο καί νά μήν παραμελοῦμε τήν ἀρετή, ἀλλά νά ἀποφεύγουμε τήν κακία»
«Ὃσοι ἀγάπησαν μέ θερμότητα τή φιλοσοφία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἒγιναν, ὃποιοι ἒγιναν ὂχι μέ τό φόβο καί τά βασανιστήρια, οὒτε μέ τίς ἀπειλές καί τίς τιμωρίες, ἀλλά μέ τή θεία ἀγάπη καί τό φλογερό ἒρωτα πρός τό Θεό».
«Ὁ Θεός δέν συνηθίζει νά κάνει τούς ἀνθρώπους καλούς μέ τόν ἐξαναγκασμό καί τή βία».
«Ἂς διαλεγόμαστε μέ τά παιδιά μας καί ἂς τά πείθουμε ὃτι ὁ «φόβος» τοῦ Θεοῦ (ἐννοεῖ τό δέος) εἶναι μεγάλος πλοῦτος καί κληρονομιά ἀσάλευτη καί θησαυρός ἀπρόσβλητος».
«Ὃσον καιρό ἀκόμη εἶναι ἁπαλή ἡ διάνοια τοῦ παιδιοῦ, δέν πρέπει νά τή φορτώνεις μέ δύσκολες διδασκαλίες καί διηγήσεις, γιά νά μήν καταπιέσεις τό πνεῦμα του».[5]
Ἰδανικό μέσο ἀγωγῆς καί παροχῆς ὑγιῶν προτύπων στά παιδιά εἶναι ἡ ἐνασχόληση μέ τούς βίους τῶν ἁγίων. Τρέφουν καί ἱκανοποιοῦν τή ζωηρή τους φαντασία. Βασική ἀρχή στή χριστιανική ἀγωγή εἶναι ἡ σταδιακή καί ἀπόλυτα ἐλεύθερη ἐπιλογή ἑνός πειθαρχημένου ἀσκητικοῦ τρόπου ζωῆς καί σκέψης, ὁ ὁποῖος ὃμως ἀρχικά, σέ μικρές ἡλικίες, εἶναι χρήσιμο νά διδαχθεῖ στά παιδιά μέ «ζωντανό» παράδειγμα, χωρίς βεβαίως καταπίεση ἢ ἐξαναγκασμό.
«Πρόσεξε, πόσα θά μάθει (ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἰακώβ): Θά ἀσκηθεῖ νά ἐλπίζει στό Θεό, ὃταν ἒχει εὐγενή καταγωγή νά μήν περιφρονεῖ κανένα, νά μή θεωρεῖ τή φτώχεια ντροπή, νά ὑποφέρει τίς συμφορές μέ γενναιότητα».
«Ἐάν ἐκπαιδεύαμε τά παιδιά, πρίν ἀπ’ ὃλα τά ἂλλα νά ἀγαποῦν τό Θεό, καί τά διδάσκαμε τά πνευματικά μαθήματα ἀντί γιά τά ἂλλα καί πρίν ἀπό ὃλα τά ἂλλα, πού τά διδάσκουμε τώρα, θά ἐξαφανίζονταν ὃλα τά δυσάρεστα καί ἡ παρούσα ζωή θά ἀπαλλασσόταν ἀπό ἂπειρα κακά».
«Ἡ διαπαιδαγώγηση μέ βάση τίς οὐράνιες ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ κάνει τήν ψυχή μεγάλη καί πνευματικά ἀνώτερη».
«Ὃταν ἐνεργεῖ τό χέρι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδύνατον νά ἀποτύχει ὁποιαδήποτε προσπάθεια, γιά τή χριστιανική διαπαιδαγώγηση τοῦ παιδιοῦ, ἢ μᾶλλον εἶναι ἀδύνατον νά μήν φθάσει τό παιδί σέ ὓψη λαμπρότητας καί δόξας, ἀρκεῖ νά πράττουμε καί ἐμεῖς τό καθῆκον μας».[6]
Ὁ ἐνστερνισμός τῆς ἀνώτερης ἠθικῆς πού πρεσβεύει ὁ χριστιανισμός ἀποτελεῖ ἀσφαλή ἐγγύηση γιά τήν πορεία κάποιου προσώπου καί γιά τή βελτίωση πολλῶν ἀρνητικῶν καταστάσεων στήν κοινωνία. Διαπιστώνει κανείς, ἐν τέλει, ὃτι ἐντοπίζονται πολλές ἐναλλακτικές προτάσεις χειρισμῶν γιά σύγχρονα ζητήματα στήν ἐκπαίδευση μέ βάση τέτοιες τόσο ἀνθρωπιστικές καί βαθεῖς σέ νοήματα ἀρχές.
Καί αὐτή ἡ ἐκπαίδευση, ἡ χριστιανική, «χωρίς νά ἀποτελεῖ μιά μορφή νέας παιδαγωγικῆς, ἀλλά ἀντίθετα θέλοντας νά διαποτίσει τήν ἢδη ὑπάρχουσα ἀγωγή»[7] προσπάθησε ἀνά τούς αἰῶνες καί ἐξακολουθεῖ νά προσπαθεῖ γιά τό πραγματικά ὠφέλιμο γιά τόν ἂνθρωπο στήν πιό εὐαίσθητη καί εὒπλαστη περίοδο τῆς ζωῆς, τήν παιδική.