Ήρθε ένας φαρμακοποιός Νικόλαος, με την γυναίκα του. Μου είπε η γυναίκα του: «Δεν έχουμε παιδιά, αλλά ο άντρας μου δίνει φάρμακα χωρίς να παίρνη λεφτά. Του λέω ότι θα κλείση το φαρμακείο μας. «Ευλογεί ο Θεός», μου λέει. Μόνο, π. Ιάκωβε, που δεν βαφτίστηκε».
Του είπα ότι πρέπει οπωσδήποτε να βαφτιστή, το λέει το Ευαγγέλιο: «Πορευθέντες εις πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς…», αλλοιώς δεν έχουμε ζωήν αιώνιον. Και μου λέει:
–Τι με κωλύει να με βαπτίσετε; Νερό έχετε, βάλτε μια κολυμβήθρα, πέστε τα γράμματα!
Τον έστειλα με έναν ευλαβή γνωστό μου στον Δεσπότη της περιοχής του, για να τον αναθέση σε κάποιον Ιεροκήρυκα, πατέρα της Εκκλησίας, να τον κατηχήση και μετά, αν θέλη ο άνθρωπος να βαπτιστή, να τον βαπτίσωμε.
Πήγαν στον Δεσπότη, τον έστειλε σε έναν Ιεροκήρυκα και μετά από λίγο καιρό μου έστειλε ο Δεσπότης ένα έγγραφο, με την άδειά του να τον βαπτίσουμε.
Ήταν της Πεντηκοστής που θα τον βαπτίζαμε. Κατά την διάρκεια της ακολουθίας ήρθε ένα παιδάκι 10 ετών και μου λέει ότι ο Νικόλαος έφυγε. Άφησε την γυναίκα του στο Μοναστήρι που ήταν και είχε φτάσει ήδη στον Αγιόκαμπο.
(Αμέσως προσευχήθηκα): «Παναγία μου! Εγώ χάρηκα που θα βαπτιστή και θα γίνη Χριστιανός. Παναγία μου! βάλε το χέρι σου. Σκέπασέ τον με την σκέπη σου την αγία, το άγιό σου μαφόριο και γύρισέ τον πίσω. Άγιέ μου Δαυΐδ! εμείς κάναμε τόσα για τον άνθρωπο αυτόν…».
Ξαφνικά, σε ένα τέταρτο, τον βλέπω στο Ιερό μέσα, βάζει μια μετάνοια:
–Σε ζητώ συγγνώμη, πάτερ μου. Σηκώνει το στιχάρι και φιλάει τα πόδια μου…
–Τι κάνεις τώρα και με φιλάς τα πόδια και θα σκανδαλιστούν και οι άλλοι!
–Σας ζητώ συγγνώμη που έφυγα. Με πείραξε ο διάβολος. Μου έλεγε: «Θα σε βάλουν κάτω από τον πολυέλεο, θα σε ξεντύσουν, θα σε βλέπη ο κόσμος. Τριακόσια άτομα θα σε βλέπουν γυμνό!».
–Ποιος, παιδί μου, σου είπε ότι θα σε βλέπωμε γυμνό;
–Ο διάβολος!… Αφού πήγα στον Αγιόκαμπο, βλέπω μια σκοτεινιά μπροστά μου, ένα εμπόδιο και λέω: «Θεέ μου! Δεν υπάρχει κανένας παπάς, δεν υπάρχει καμμιά εκκλησία να μπω μέσα να βοηθήση να πάω πίσω στον όσιο Δαυΐδ;
Έστω και ένας κοσμικός να μου πη να γυρίσω! Πού βρίσκομαι!…». Ξαφνικά, ακούω μια φωνή να μου λέη: «Νικόλαε, γύρισε σύντομα στον Όσιο Δαυΐδ, να πας να βαπτιστής». Βλέπω μια σκιά σαν καλόγερο. (Σκέφθηκα): «Πώς να πάω να αντικρύσω τον π. Ιάκωβο μετά από αυτό που έκανα;». (Τελικά επέστρεψα).
Τον καθησύχασα και του είπα ότι δεν θα τον βαφτίσουμε στην μεγάλη εκκλησία και ούτε θα είναι τελείως γυμνός. Έτσι και έγινε και ήμασταν τρεις ιερείς, η γυναίκα του και ο νουνός, στο εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους.
Μετά την βάπτιση ευωδίαζε το εκκλησάκι για 15 μέρες. Ο άνθρωπος συνεχίζει να κάνη τις ελεημοσύνες του, αλλά τώρα μεταλαμβάνει και είναι μέσα στην Εκκλησία.
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)»
Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη»