Ἀνέβασαν κάποτε στὴ σκήτη τῶν Πατέρων ἕνα δαιμονισμένο νέο, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσουν μὲ τὴν προσευχή τους. Ἐκεῖνοι ὅμως, ἀπὸ ταπείνωσι, ἀπόφευγαν.
Πολὺ καιρὸ βασανιζόταν ἔτσι ὁ δυστυχισμένος ἄνθρωπος, ὥσπου κάποιος Γέρων τὸν ἐλυπήθη, τὸν σταύρωσε μὲ τὸν ξύλινο σταυρό, ποὺ εἶχε στὴ ζώνη του, κι ἔδιωξε τὸ πονηρὸ πνεῦμα.
– Ἀφοῦ μὲ βγάζεις ἀπὸ τὴν κατοικία μου, τοῦ εἶπε ἐκεῖνο, θὰ μπῶ μέσα σου.
– Ἔλα, τοῦ ἀποκρίθηκε θαρραλέα ὁ Γέροντας. Ἔτσι μπῆκε μέσα του τὸ δαιμόνιο καὶ τὸν βασάνιζε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια. Ὁ Ὅσιος ὑπόμενε μὲ καρτερία τὸν πόλεμο, ἀλλὰ ἀντιπολεμοῦσε κι ἐκεῖνος τὸν ἐχθρὸ μὲ ὑπεράνθρωπη νηστεία καὶ ἀκατάπαυστη προσευχή.
Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια δὲν ἔβαλε οὔτε μιὰ φορὰ στὸ στόμα του τροφή, μασοῦσε μόνο λίγα κουκούτσια ἀπὸ φοίνικες κάθε βράδυ καὶ κατάπινε τὸν χυμό τους.
Νικημένο τέλος τὸ δαιμόνιο, ἀπὸ τὸν ἀκατάπαυστο ἀγώνα τοῦ Γέροντος, τὸν ἐλευθέρωσε.
– Γιατί φεύγεις; τὸν ρώτησε ἐκεῖνος, Κανένας δὲ σὲ διώχνει.
– Μὲ ἀφάνισε ἡ νηστεία σου, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο κι ἔγινε ἄφαντο.
Γεροντικόν