Ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη ἀπό ἐπετείους γεννήσεως, ἀναγεννήσεως, χαρισμάτων ἱερωσύνης καί ἄλλων μυστηρίων. Εἶναι ἐνδιαφέρον ἀλλά καί πολύτιμο νά βλέπουμε τίς ἐπετείους αὐτές μέσα στό πνεῦμα τοῦ χαρίσματος, ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν βιολογική καί πνευματική ζωή, Αὐτός μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη καί μᾶς ἔδωσε τό χάρισμα νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτός μᾶς χορηγεῖ τά πάντα.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α΄ Κορ. δ΄, 7).
Εἶναι ἑπόμενο ὅτι αὐτές οἱ ἐπέτειοι δέν πρέπει νά ἑρμηνεύωνται καί νά ἑορτάζωνται μέσα σέ μιά ἀτμόσφαιρα κοσμική, ἀλλά σέ μιά ἀτμόσφαιρα καθαρά πνευματική, δηλαδή νά βλέπη κανείς τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη Του γιά μᾶς, τήν ἀναξιότητά μας, τήν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη γιά τό χάρισμα πού μᾶς ἔδωσε καί τελικά τήν μέριμνα πῶς θά ἀνταποκριθῆ στό ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Συγκεκριμένα τό χάρισμα τῆς Ἀρχιερωσύνης εἶναι μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅλα τά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κατά ἕναν ἐκφραστικό τρόπο περιγράφεται ἀπό τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη.
Ἦταν ἕνας εὐλογημένος μοναχός πού εἶχε δεχθῆ τήν μεγάλη Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν δωρεά νά δῆ τόν Χριστό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καί μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ἔβλεπε καθαρά καί τό μεγάλο χάρισμα τῆς Ἀρχιερωσύνης.
Εἶναι ἐκπληκτικό πῶς ἐκφράζεται καί στό θέμα αὐτό ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ἐκφραστής τῆς ἐμπειρικῆς χαρισματικῆς θεολογίας. Μέ ἁπλό καί θεολογικό λόγο παρουσιάζει τό χάρισμα τῆς Ἀρχιερωσύνης, τοῦ Ἐπισκόπου.
Γνώριζε ἐκ πείρας τήν μεγάλη δωρεά τῆς Ἀποστολικῆς Χάριτος. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι συνδέονταν μέ τόν Χριστό καί Τόν ἀγαποῦσαν πολύ, ἀκόμη καί τότε πού «περιόδευαν τή γῆ καί κήρυτταν στό λαό τό λόγο γιά τόν Κύριο καί τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν∙ οἱ ψυχές τους, ὅμως, ποθοῦσαν καί διψοῦσαν νά δοῦν τόν ἀγαπημένο Κύριο, καί γι’ αὐτό δέν φοβοῦνταν τό θάνατο, ἀλλά τόν συναντοῦσαν μέ χαρά∙ καί ἄν ἤθελαν νά ζοῦν στή γῆ, ἦταν μόνο γιά χάρη τοῦ λαοῦ, πού τόν ἀγαποῦσαν» (σελ. 479).
Οἱ Ἀπόστολοι δέν ζοῦσαν σέ ἕναν ἰδιαίτερο τόπο, ἀφοῦ συνεχῶς μετακινοῦνταν, ἀλλά ποτέ δέν τούς ἐγκατέλειψε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶχαν συνεχῆ πόθο καί ἀγάπη γιά τόν Θεό καί ἡ Χάρη τούς εἶχε διαποτίσει καί στό σῶμα, ὥστε «δέν φοβοῦνταν οὔτε μαρτύριο οὔτε θάνατο, γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος τούς ἀπέστειλε στόν κόσμο νά φωτίσουν τούς ἀνθρώπους» (σελ. 479-480).
Οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι οἱ διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί αὐτοί εἶναι οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλαβαν ἀπό τόν Θεό διά τῆς χειροτονίας τους μεγάλη Χάρη. Τό ἔργο τους δέν εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλά τῆς θείας Χάριτος.
«Αὐτή, ὅμως, ἡ μέριμνα ἀνήκει κυρίως στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, στούς ὁποίους δόθηκε τόσο μεγάλη χάρη, ὥστε ὅλος ὁ κόσμος θά ξαφνιαζόταν, ἄν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τό μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς χάριτος. Ὁ Κύριος, ὅμως, τήν ἔκρυψε, γιά νά μήν ὑπερηφανεύονται οἱ λειτουργοί Του, ἀλλά νά σώζονται μέ τήν ταπείνωση» (σελ. 480).
Τό ἔργο τῶν Ἐπισκόπων εἶναι τό ἴδιο μέ τό ἔργο τῶν Ἀποστόλων. Δέν πρόκειται γιά μιά ἐκκοσμικευμένη ἐξουσία, ἀλλά γιά ἕνα ἔργο σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Διαπαιδαγωγοῦν τούς ἀνθρώπους νά ἀκολουθοῦν τόν δρόμο τῆς σωτηρίας τους.
«Αὐτοί, ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων καί κατά τή χάρη πού τούς δόθηκε, μᾶς ὁδηγοῦν στόν Χριστό. Αὐτοί μᾶς διδάσκουν τή μετάνοια∙ αὐτοί μᾶς διδάσκουν νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου.
Αὐτοί κηρύττουν σέ μᾶς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά νά γνωρίσουμε τόν Κύριο. Αὐτοί μᾶς κατευθύνουν νά ἀνεβοῦμε στό ὕψος τοῦ ταπεινοῦ πνεύματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί συγκεντρώνουν στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας τά θλιμμένα καί σκορπισμένα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, γιά νά βροῦν οἱ ψυχές τους ἀνάπαυση ἐν τῷ Θεῷ.
Αὐτοί προσεύχονται γιά μᾶς στόν Κύριο, γιά νά σωθοῦμε ὅλοι μας».
Οἱ Ἐπίσκοποι ἔχουν πείρα τοῦ Θεοῦ καί μέ αὐτή τήν πείρα τους καθοδηγοῦν τόν λαό καί προσπαθοῦν νά κατευθύνουν τόν νοῦ τους στόν Θεό.
«Αὐτοί γνώρισαν τόν Κύριο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί, ὅπως καί οἱ ἄγγελοι, βλέπουν νοερῶς τόν Θεό. Αὐτοί ἔχουν τή δύναμη νά ἀποσπάσουν καί τόν δικό μας νοῦ ἀπό τή γῆ καί νά τό προσηλώσουν στόν Κύριο» (σελ. 481).
Εἶναι ἐκπληκτική αὐτή ἡ αἴσθηση πού ἔχει ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης γιά τούς Ἐπισκόπους καί τό ἔργο τους. Αὐτό συνδέεται μέ τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ τῶν ἀνθρώπων. Ἔχοντας αὐτήν τήν πείρα οἱ Ἐπίσκοποι «θλίβονται», ὅταν οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μακράν τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐμποδίζουν τό Ἅγιον Πνεῦμα νά κατοικήση μέσα τους, «αὐτούς βαρύνουν οἱ θλίψεις ὅλης τῆς γῆς καί οἱ ψυχές τους ἕλκονται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί αὐτοί προσεύχονται ἀδιάλειπτα, γιά νά βροῦμε παρηγοριά στίς θλίψεις μας καί νά ἔρθει εἰρήνη σέ ὅλο τόν κόσμο» (σελ. 481).
Ἡ σχέση μεταξύ Ἐπισκόπων καί ἀνθρώπων εἶναι σχέση ποιμένων μέ πρόβατα λογικά, γι’ αὐτό καί οἱ Ἐπίσκοποι λέγονται ποιμένες. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ποιμήν ὁ Καλός πού θυσιάσθηκε γιά τά πρόβατα.
«Τό ἴδιο πάσχουν καί οἱ πνευματικοί μας ποιμένες γιά μᾶς, ἔστω καί ἄν ἐμεῖς δέν ἀντιλαμβανόμαστε τίς περισσότερες φορές τίς στενοχώριες τους. Καί ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ποιμένα, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ θλίψη Του. Καί ἐμεῖς, τά πρόβατα, ὀφείλουμε νά τό καταλαβαίνουμε αὐτό καί νά ἀγαποῦμε καί νά τιμοῦμε τούς ποιμένες μας» (481).
Τήν Χάρη πού ἔχουν οἱ Ἀρχιερεῖς τήν βλέπουν μόνον ἐκεῖνοι πού ἔχουν καθαρότητα στήν καρδιά τους.
«Ἕνας ταπεινός καί πράος ἄνθρωπος περπατοῦσε μέ τή γυναίκα του καί τά τρία παιδιά του. Στό δρόμο τους συνάντησαν ἕναν ἀρχιερέα πού περνοῦσε ἐπάνω στήν ἅμαξά του, καί ὅταν ὁ χωρικός μέ εὐλάβεια ὑποκλίθηκε πρός αὐτόν, τότε εἶδε τόν ἀρχιερέα πού τόν εὐλογοῦσε νά περιβάλλεται ἀπό τό πῦρ τῆς χάριτος» (482).
Τά δεινά πού ἔρχονται στήν ζωή μας εἶναι γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν ρωτοῦν τούς Πνευματικούς Πατέρας καί οἱ Ἱεράρχες καί Πνευματικοί δέν ρωτοῦν τόν Κύριο γιά τό πῶς νά ἐνεργήσουν.
«Ὅλες οἱ συμφορές ἔρχονται σέ μᾶς, γιατί δέν ρωτᾶμε τούς πνευματικούς πατέρες πού εἶναι ταμένοι νά μᾶς καθοδηγοῦν∙ καί στούς ἱεράρχες καί πνευματικούς, γιατί δέν ρωτοῦν τόν Κύριο πῶς πρέπει νά ἐνεργήσουν.
Ἄν ὁ Ἀδάμ ρωτοῦσε τόν Κύριο, ὅταν ἡ Εὔα τοῦ ἔδωσε νά γευθεῖ τόν καρπό, τότε ὁ Κύριος θά τόν φώτιζε καί ὁ Ἀδάμ δέν θ’ ἁμάρτανε. Θά τό πῶ καί γιά τόν ἑαυτό μου: Ὅλα τά ἁμαρτήματά μου καί τά λάθη μου ἔγιναν, γιατί τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς ἀνάγκης δέν ἐπικαλέστηκα τόν Κύριο.
Τώρα, ὅμως, ἔμαθα νά ἱκετεύω τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Κύριος μέ τίς εὐχές τοῦ πνευματικοῦ μέ φυλάγει» (σελ. 482-483).
Ὁ ἅγιος Σιλουανός καταλήγει ὅτι «ὁ Κύριος ἔδωσε στήν ἁγία Ἐκκλησία ποιμένες, καί αὐτοί διακονοῦν κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχουν τήν ἐξουσία νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες» (σελ. 483).
Βέβαια, μερικοί δέν μποροῦν νά καταλάβουν πῶς εἶναι δυνατόν «ὁ τάδε ἐπίσκοπος ἤ πνευματικός ἤ ἱερέας νά ἔχει Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ τοῦ ἀρέσει νά τρώει, καί ἔχει καί ἄλλες ἀδυναμίες». Καί ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Σιλουανός: «Ἐγώ ὅμως θά σοῦ πῶ: Αὐτό εἶναι δυνατόν, ἄν αὐτός δέν δέχεται τούς κακούς λογισμούς.
Ἔτσι, καί ἄν ἔχει κάποιο ἐλάττωμα, αὐτό δέν παρεμποδίζει τή χάρη νά ζεῖ στήν ψυχή του, ὅπως τό πράσινο δένδρο, καί ἄν ἔχει μερικά ξερά κλαδιά, αὐτό δέν τό ἐμποδίζει νά καρποφορεῖ∙ ἤ, ὅπως τά ζιζάνια πού δέν ἐμποδίζουν νά βλαστάνει τό σιτάρι» (σελ. 483-484).
Τό χάρισμα τῆς Ἀρχιερωσύνης εἶναι μεγάλο, εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού δίνεται στόν ἄνθρωπο γιά νά βοηθᾶ τούς συνανθρώπους του πρός τήν σωτηρία.
Καί μιά ἐπέτειος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ χαρίσματος δέν μπορεῖ νά ἀγνοῆ τήν μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, καθώς ἐπίσης δέν μπορεῖ νά μήν Τόν εὐγνωμονῆ καί δέν εἶναι δυνατόν νά μή σκέπτεται ὅτι θά δώση λόγο στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ γιά τό πῶς τό διεφύλαξε καί τό ἀξιοποίησε.
Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὁ μεγάλος καί «γλυκύτατος ἐν θεολόγοις», ὁ ὁποῖος ἔβλεπε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τά χαρίσματα πού δίνει ὁ Θεός, εἴθε νά πρεσβεύη γιά μᾶς τούς Ἀρχιερεῖς νά εἴμαστε ὄχι μόνον διάδοχοι «τῶν θρόνων τῶν Ἀποστόλων», ἀλλά καί διάδοχοι «τοῦ τρόπου τῶν Ἀποστόλων».–
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου