Γιὰ τὰ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἔχει ἡ ἀγαθοεργία καὶ ἡ εὐσπλαγχνία, καθώς καὶ γιὰ τὰ δυσάρεστα ποὺ ἔχει ἡ τσιγκουνιὰ καὶ ἡ μικροψυχία, ἔδωσε ὁ Θεὸς ἕνα μήνυμα στὴν ἐγγονὴ ἑνὸς ζεύγους γερόντων ποὺ ζοῦσαν σ᾿ ἕνα μεγάλο χωριὸ τῆς Πελοποννήσου.
Τὸ ἀφηγήθηκε ἡ ἴδια σ᾿ ἕνα προσκύνημά της στὴν Μονή. «Ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιὰ ἦταν πολὺ ἀγαπητοὶ σ᾿ ἐμᾶς τὰ παιδιά. Καὶ ὅταν πηγαίναμε κοντά τους τὶς διακοπὲς καὶ τὰ καλοκαίρια, μᾶς περιποιόντουσαν πολύ. Ὁ παπποὺς ἦταν πολὺ γενναιόδωρος, φιλόξενος καὶ ἐλεήμων.
Δὲν ὑπῆρχε φτωχός, ξένος, ἀκόμη καὶ γύφτος, ποὺ νὰ μὴν τὸν φιλοξένησε στὸ σπίτι του. Φεύγοντας δέ, τὸν φόρτωνε καὶ μὲ ὅ,τι ἀγαθὰ εἶχε.
Ἡ γιαγιὰ ὅμως ἦταν πολὺ “σφιχτή”. Συνέχεια τοῦ γκρίνιαζε ὅτι μαζεύει τὸν ὁποιοδήποτε στὸ σπίτι καὶ τὸν ταΐζει καὶ ὅτι θὰ ἀδειάσει ἡ κασέλα μὲ τὰ γεννήματα (τὸ σιτάρι). Ὁ παπποὺς ἀπτόητος συνέχιζε τὶς ἐλεημοσῦνες του καὶ τῆς ἔλεγε:
-Μὴ φοβᾶσαι, γυναῖκα, ὁ Θεὸς περισσότερα θὰ μᾶς δώσει. Καὶ ἔτσι γινόταν…
Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ κάποτε ἔφυγαν γιὰ τὸν Οὐρανὸ καὶ οἱ δύο». Λίγο καιρὸ μετά, ἡ ἐγγονή τους (μεγάλη κοπέλα πλέον) εἶδε στὸν ὕπνο της τὴν γιαγιὰ σ᾿ ἕνα μικρό, πολὺ στενόχωρο δωμάτιο μπροστὰ σὲ μιὰ πυροστιὰ νὰ μαγειρεύει. Ἐπάνω στὴ φωτιὰ εἶχε μιὰ μικρὴ κατσαρόλα, ἡ ὁποία εἶχε μόνο λίγο νεράκι μέσα, ἦταν σχεδὸν ἄδεια!
-Γιαγιά, δὲν ἔχεις τίποτα νὰ μαγειρέψεις; ἐρώτησε μὲ ἀπορία ἡ ἐγγονή. Κι ἐκείνη ἀπάντησε θλιμμένη:
-Ὄχι, παιδί μου, εἶμαι φτωχή!…Προβληματίστηκε πολὺ ἡ ἐγγονὴ μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνειρο καὶ μαζὶ μὲ μιὰ ἄλλη συγγενῆ της ἀποφάσισαν καὶ ἔδωσαν ἐλεημοσύνη σὲ μιὰ φτωχὴ οἰκογένεια γιὰ τὴν ψυχή της.
Ἔπειτα, τὴν ξαναεῖδε τὴν γιαγιά, πολὺ εὐχαριστημένη ἀυτὴ τὴ φορὰ νὰ τῆς λέει:
-Σ᾿ εὐχαριστῶ, παιδάκι μου, γιὰ τὸ πλούσιο τραπέζι ποὺ μοῦ πρόσφερες! Ὅσο γιὰ τὸν παπποῦ, ἡ κόρη του εἶδε στὸν ὕπνο της μιὰ κεκοιμημένη συγγενῆ καὶ τὴν ἐρώτησε γι᾿ αὐτὸν.
Κι ἐκείνη ἀπάντησε:
-Ὁ παπποὺς εἶναι ἄρχοντας ἐδῶ ἐπάνω, ὅπως ἦταν καὶ στὴν γῆ!
Περιοδικό “Ἡ Μεγαλόχαρη Παναγία ἡ Βαρνάκοβα”, Σελίδες 59-60.
Δωρίδα 2011.