«-Πάτερ Κύριλλε, γνωρίσατε τὸν γέροντα Γρηγόριο από το κελί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Ξενοφωντινῆς Σκήτης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου;
-Κι ἀμέ! Ἐκοιμήθη 101 χρονῶν. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔκαμε 81 συναπτὰ ἔτη. Ἐγκαταβίωνε στὸ κελὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Ξενοφωντινῆς Σκήτης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Μάλιστα, ὅπως μοῦ ἀνέφερε μὲ γερὴ μνήμη ἄν καὶ κόντευε τὰ ἑκατό, γνώρισε τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη ὡς προσκυνητὴ στὸ κελί τους.
Ἔκατσε κάμποσο καιρὸ κοντά τους. Ἡ παρουσία καὶ ἡ συμπεριφορά του ἦταν ὡς δοκίμου μοναχοῦ. Πολὺ εὐλαβῆς. Δὲν ἄφηνε ποτέ του ἀκολουθία. Ἐρχόταν στὸν Ναὸ πρὶν ἀκόμα βάλει ὁ ἱερεὺς τὸ «Εὐλογητός».
Πολλὲς φορὲς τὸ καλοκαίρι κάνανε μαζὶ τὸ Ἀπόδειπνο στὴν ἁπλωταριὰ ἢ τὸ χειμῶνα μέσα στὴν κουζίνα ποὺ τοὺς ζέσταινε μιὰ παλιὰ ρουμάνικη σόμπα, «μάκραινα» τὴ λέγανε, στὴν ὁποία βάζανε μέσα ὁλόκληρα καὶ ἄκοπα τὰ μακριὰ ξύλα.
Στὴν Ἐκκλησία εἴχανε καὶ εἰδικὸ στασίδι γιὰ τὸν γάτο τοῦ κελιοῦ. Ἦταν πολὺ φιλακόλουθο τὸ ζωντανό∙ σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες παρόν. Μὰ ὁ Παπαδιαμάντης τὸ φοβότανε λίγο.
Βοηθοῦσε ὁ κυρ-Ἀλεξανδρος καὶ στὰ κηπουρικά. Ἀλλὰ τὰ πρᾶσα τὰ ἔφερνε μαζὶ μὲ τὸ χῶμα στὶς ρίζες καὶ τὸν παρατηροῦσαν νὰ τὰ τινάζει λίγο πρὶν γιὰ νὰ φύγουνε τὰ χώματα.
Τὸν ἔστελναν ἐπίσης στὰ γύρω κελιὰ νὰ πηγαίνῃ εὐλογίες πεπόνια, καρπούζια καὶ ἄλλα, μέσα σὲ ἕναν δίλοβο ντορβά. Ἐκεῖ τὸν καλούσανε νὰ τὸν φιλέψουνε τίποτες μὰ αὐτός, αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του, ὅλο ἀρνιότανε. Ἔτσι τοῦ παράγγειλαν τότες νὰ εἶναι καταδεχτικὸς καὶ νὰ λαμβάνῃ τὰ κεράσματα ὅπου τοῦ κάνουν.
Τὸν ἀποκαλοῦσαν στὴν Σκήτη «δάσκαλο» καὶ τὸν ἔβαζαν οἱ πατέρες νὰ διαβάζῃ τὴν Ἀνάγνωση στὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτης. Εὐλογημένος ἄνθρωπος ποὺ δίδαξε ὄχι μόνο μὲ τὰ γραφτά του ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὁσιακὴ ζωή του.»