Τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅμως εἶναι, νὰ ἀποφασίσουμε τί εἶναι ὁ ἄλλος γιὰ μᾶς: εἶναι ἕνας ἕτερος, ἕνας ἄλλος, τὸν ὁποῖο ἀνταγωνιζόμαστε, ἢ εἴμαστε μέλη τοῦ ἴδιου σώματος;
Ἂν εἶναι μέλος μου, θὰ κατηγοροῦσα ποτὲ τὰ μέλη μου;..
Ὁ ἄλλος ὑπάρχει γιὰ νὰ τοῦ κάνω δικαστήρια καὶ νὰ τοῦ ἐπιβάλλω ποινὲς ,ἢ ἡ διατάραξη τῆς σχέσης μας εἶναι πόνος καὶ διάθεση γιὰ συμφιλίωση;
Πῶς μπορῶ νὰ κρίνω τὸν ἄλλο καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσω εὐθύνες, ὅταν δὲν τὸν γνωρίζω; Μπορῶ νὰ τὸν γνωρίσω; Μπορῶ νὰ γνωρίσω κάποιον, ὅταν δὲν γνωρίζω τὸν ἑαυτό μου;.
Ἂν δὲν ξεκαθαρίσω ποιός εἶμαι, ἀπὸ ποῦ ἔρχομαι καὶ ποῦ πάω, δὲν μπορῶ νὰ δῶ ἀληθινὰ τὸν ἀδελφό μου, οὔτε νὰ ξέρω τί εἶναι αὐτὸς γιὰ μένα.
Μεγαλύτερη ἀδικία δὲν εἶναι πόσο ἔφταιξε ὁ ἀδελφός μου σὲ μένα, ἀλλὰ τὸ ὅτι εἴμαστε χωρισμένοι καὶ διασπασμένοι…
Τὸ νὰ ἐξετάζω ποιός ἔφταιξε καὶ σὲ τί, γιὰ νὰ ἀποδώσω εὐθύνες, ὑπηρετεῖ τελικά τὴ σχέση καὶ τὴν ἑνότητα, ἢ ἰσχυροποιεῖ τὰ τείχη ποὺ μᾶς χωρίζουν καὶ τὴν ἀπόσταση;
π. Βαρνάβας Γιάγκου
περιοδικό “Πειραϊκή εκκλησία “