«Πόσοι καὶ πόσοι ὕστερα ἀπὸ μιὰ ζωὴ γεμάτη λογῆς–λογῆς σαρκικὲς ἀπολαύσεις, κοσμικὲς τυμπανοκρουσίες, πλούτη, ρεκλάμες κλπ., ἔρχονται σ᾿ ἕναν λογαριασμὸ καὶ ξεζαλίζουνται ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ σπιρτόζα πιoτὰ καὶ νιώθουνε τὴ γύμνια τους καὶ ζητᾶνε τὸν ἑαυτό τους ποῦ βρίσκεται; Μἃ δὲν ὑπάρχει πιά.
Ἐρημιά, ξέρακας τῆς ἀπελπισίας ζώνει τοὺς ἐγωιστές! Τρομάζουνε μὲ τὴ μοναξιά τους μόλις τὴ νοιώσουνε. Ἀπὸ πάνω τους ὁ οὐρανὸς εἶναι ἔρημος, ἀδειανός, ἡ γῆ ἔρημη, οἱ ἄνθρωπινες καρδιὲς ἔρημες, γιατὶ ποτέ τους δὲν νοιαστήκανε γι᾿ αὐτές, κι ἔτσι κόπηκε κάθε τρυφερὴ ἀνταπόκριση μαζί τους.
Στὸ τέλος καταλαβαίνουνε οἱ τέτοιοι πὼς μὲ τὰ λεφτὰ δὲν ἀγοράζουνται ὅλα τὰ πάντα. Καὶ πώς, ἴσια – ἴσια, ὅσα δὲν ἀγοράζουνται μὲ τὰ λεφτὰ, αὐτὰ εἶναι ποὺ ἔχουνε τὴν πιὸ μεγάλη ἀξία. Καὶ πὼς ἀπ᾿ αὐτὰ ἔχουνε μεγάλη ἀνάγκη, ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀγοράζουνται.
Σὲ ποιὸ μέρος πουλᾶνε τὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς, τὴν ἁγνότητα, τὴν ἁπλότητα, τὴν κρυφὴ χαρὰ ποῦ νιώθει ὁ ἄνθρωπος κοντὰ στὸν Θεὸ σὲ στιγμὴ ποῦ ζεῖ κρυμμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, τὴν πραότητα, τὴν ἀγάπη;
Δὲν τὰ πουλᾶνε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μαγαζιὰ κι ἀπὸ τὰ παζάρια πού πουλάνε τήν πονηριά, τή συμφεροντολογία, τήν ταραχή γιὰ τὸ διάφορο, τὴν ἀπονιὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, τὴν ψευτιὰ κάθε λογῆς, κι ὅσα πᾶνε μαζὶ μ᾿ αὐτά, δηλαδὴ τὸν ἐγωισμό, τὴν περηφάνια, τὴν καταλαλιὰ, μ᾿ ἕναν λόγο τὸ χοντροπέτσιασμα τῆς ψυχῆς»
(Φώτης Κόντογλου, Ευλογημένο καταφύγιο, “Δροσίσετε τὴν ψυχή σας”, εκδ.Άγκυρα, σελ.292,293)