Καθώς βάδιζα στὸν δρόμο,μὲ σταμάτησε ἕνας ἐξασθενημένος ἀπὸ τὰ γηρατειὰ ζητιάνος.
Φλογισμένα, γεμάτα δάκρυα μάτια, μελανὰ χείλη,τραχιὰ κουρέλια, ἀκάθαρτες πληγές…
Ὤ, πόσο ἀπαίσια κατέφαγε ἡ ἔνδεια τοῦτο τὸ δύστυχο πλάσμα!
Ἅπλωσε πρὸς τὸ μέρος μου τὸ κόκκινο, πρησμένο καὶ ἀκάθαρτο χέρι του.Στέναζε καὶ βογκοῦσε γιὰ βοήθεια.
Ἄρχισα νὰ ψάχνω ὅλες τὶς τσέπες μου…
Οὔτε πορτοφόλι, οὔτε ρολόι, οὔτε κὰν μαντήλι…Τίποτα δὲν εἶχα πάρει μαζί μου.
Κι ὁ ζητιάνος περίμενε…
Καὶ τὸ προτεταμένο χέρι του ἔτρεμε καὶ σκιρτοῦσε ἐξασθενημένο.
Χαμένος, σαστισμένος, ἔσφιξα δυνατὰ τοῦτο τὸ βρώμικο καὶ τρεμάμενο χέρι…
— Νὰ μὲ συμπαθᾶς ἀδερφέ· δὲν ἔχω τίποτα πάνω μου, ἀδερφέ.
Ὁ ζητιάνος κάρφωσε πάνω μου τὰ φλογισμένα μάτια του.
Τὰ μπλάβα χείλη του μειδίασαν κι ἔσφιξε κι αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του τὶς ξυλιασμένες παλάμες μου.
-Καὶ τί μ’ αὐτό, ἀδερφέ, μουρμούρισε, ἀκόμα καὶ γι’ αὐτὸ σ’ εὐχαριστῶ.Κι αὐτὸ ἐλεημοσύνη εἶναι, ἀδερφέ.
Τότε κατάλαβα, ὅτι κι ἐγὼ εἶχα λάβει ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὸν ἀδερφό μου.
Ιβάν Τουργκένιεφ
“Ὁ Ζητιάνος”, Φεβρουάριος 1878