Ὅσο μπορεῖς ἀπόφευγε τὰ ἔξω. Κλείσου στὸ δωμάτιό σου. Σφίξε τὸν νοῦν σου ν’ ἀνοίξει νὰ δεῖς πνευματικὸν φῶς. Νὰ λέγεις πότε νὰ φθάσεις στὸ δωμάτιό σου καὶ νὰ κλειστεῖς. Μελέτησε, προσευχήσου.
Ἂν δὲν θὰ εἶσαι ἐνισχυμένος, πῶς θὰ…ἐνισχύσεις ἄλλους; Καὶ ὃ κόσμος τρέχει, ζητᾶ τὴν δίψα τῆς ψυχῆς νὰ ἱκανοποίηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τὰ ὄργανά της, ἀπὸ τὸ ράσο.
Τί θὰ δώσεις ἂν δὲν ἔχεις καὶ πῶς θὰ ἔχεις ἂν δὲν ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεόν; Νὰ κοπιάζης στὴν προσευχὴ καὶ μελέτη καὶ θὰ ἐνισχύεσαι.
Ὃ κληρικὸς πρέπει σὰν τὰ πολυόμματα νὰ εἶναι, δὴλ. ἀπὸ παντοῦ μάτια νὰ ἔχει, νὰ εἶναι ἀκέραιος, δυνατὸς στὸν νοῦν, σοφός, ἅγιος.
Ἕνας εὐλογημένος (Ἱερέας) ἄρχιζε τὸ βράδυ προσευχὴ καὶ μέχρι τὸ πρωὶ δὲν χόρταινε. Στὴν ἐκκλησία, στὰ «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν» ἔκλαιγε τόσο πολύ, πού δὲν συνέχιζε γιὰ ὥρα καὶ ὅταν τὸν ρωτούσαμε, μᾶς ἔλεγε: Πῶς νὰ συνεχίσω πού βλέπω τόσους ἀγγέλους γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ μέσα στὸ Ποτήριο τὸν Κύριό μας νὰ λάμπει.
Ὃ Γέροντάς μου, ὃ Μισαήλ, πρὶν νὰ ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ἀνέβαινε στὸ βουνό. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἡλίου σήκωνε τὰ χέρια του καὶ ἔτσι ἔμενε μέχρι ποῦ βασίλευε. Οὔτε ἐκάθητο, Οὔτε τὸ ἕνα, Οὔτε τὸ ἄλλο. Καὶ τὸ βράδυ τὰ ροῦχα τοῦ Ἔσταζαν ἀπὸ τὰ πολλὰ δάκρυα. Εἶχε ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια.
Ποτὲ μὴ κοινωνήσεις ἄνθρωπον, ἂν δὲν ἀκούσης τὸ ὄνομά του. Ἐπίσης νὰ προσέχεις νὰ παίρνεις ὀλίγον Μαργαρίτη, ὄχι μεγάλον τεμάχιο.
Τὸν Ἱεροκήρυκα νὰ τὸν ἀκοῦτε, ἀλλὰ μὴ ζυγώνετε πολύ. Ὅλοι ἄνθρωποι εἴμεθα. Πιθανὸν νὰ διαπιστώσετε ἀδυναμίες καὶ νὰ πεῖτε ἄλλα λέει καὶ ἄλλα πράττει.
Ἢ ἐλεεινὴ ἀσθένεια τῶν ἱερέων εἶναι ἢ φιλαργυρία.
Ἀλλοίμονον!Ὅταν ὃ ἱερεὺς εἶναι φιλάργυρος, τότε θὰ πέσει καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα.
Νὰ προσέχεις.
Ὃ διάβολος παντοίους τρόπους μεταχειρίζεται γιὰ νὰ βλάψει τὸν κληρικό, διότι ἀπὸ ἕναν ἅγιον κληρικό, χιλιάδες ἠμποροῦν νὰ ὠφεληθοῦν καὶ νὰ σωθοῦν, ὅπως καὶ ἀπὸ ἕναν πού δὲν ἀγωνίζεται, χιλιάδες νὰ ζημιωθοῦν καὶ ἀφανισθοῦν.