Περάσαμε τη βιομηχανική επανάσταση,περάσαμε την επανάσταση την ηλεκτρονική,και το όφελος του ανθρώπου ποιό;
Η ποιότητα της ζωής του, το νόημα της ζωής του έχει χαθεί,έχει αλλοτριωθεί!
Η ζωή είναι αλλού και ο άνθρωπος ο σημερινός είναι αλλού!
Οι περισσότεροι άλλα ζητούν κι άλλα ζούνε,άλλα επιθυμούν και άλλα πραγματοποιούν μέσα στην κοινωνία.
Είμαστε πια μια κοινωνία σχιζοφρενών.
Από τη μια ένας αφύσικος πολιτισμός και από την άλλη η οντότητά μας σαν άνθρωποι.
Είμαστε ψυχασθενείς.Απλώς ο καθένας νομίζει ότι ο άλλος είναι, κι όχι ο ίδιος!
Αν θέλουμε λοιπόν να οραματιστούμε ένα ανθρώπινο μέλλον,οφείλουμε κατ’ αρχήν να το οραματιστούμε σε ανθρώπινα μέτρα.
Αυτές οι χαβούζες που λέγονται πόλεις εξαφανίζουν τον άνθρωπο.
Θα κάνω μια παρένθεση: πήγα κάποτε στην Ιταλία και μπήκα σε μία από αυτές τις τεράστιες εκκλησίες που έχουνε.
Στάθηκα μέσα σ’ αυτό το πράγμα και χάθηκα πραγματικά.Και ένιωσα έτσι, ανύπαρκτος.
Αυτόματα σκέφτηκα κι ένα δικό μας,ένα εκκλησάκι σ’ ένα λοφίσκο,που μπαίνεις μέσα και ακουμπάς το Θεό ρε παιδί μου!
Εκεί εκμηδενίζουν εντελώς τον άνθρωπο.
Ενώ, αντίθετα, μπαίνεις σ’ σ’ ένα ερημοκλήσι και βλέπεις τον Παντοκράτορα από πάνω να σου χαμογελάει,να απλώσεις το χέρι να τον πιάσεις!
Δηλαδή, ο άνθρωπος ο οποίος θέλει να επικοινωνήσει,ανεξάρτητα αν πιστεύει στον Θεό ή δεν πιστεύει στο Θείο, κλπ.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι-κι αυτοί λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο και αντικαθίστανται από τους μεταλλαγμένους-θα νιώθουνε αυτή την ανάγκη μιας διαφορετικής επικοινωνίας.
Πολλές φορές όταν είμαι «φορτωμένος» και έχει Πανσέληνο βγαίνω στην βεράντα εδώ έξω ανοίγω τα χέρια μου-όπως όταν σταύρωσαν τον Χριστό-κι ανοίγω το στόμα μου και προσπαθώ να… καταπιώ το φεγγάρι.
Στέκω, έτσι, πέντε με δέκα λεπτά, και κάποια στιγμή χάνομαι,σταματάω μόνος μου, γιατί δεν ξέρω αν θα γυρίσω πίσω…
Εδώ κάτω έχω και μια ροδιά (αγαπάω πολύ τις ροδιές)η οποία, κάποια μέρα μου αρρώστησε.
Πήγα στον Γεωπόνο, πήρα φάρμακα, πήρα τούτο, πήρα τ’ άλλο,την ράντισα, τίποτα! Η ροδιά κάθε μέρα και χειρότερα.
Ήταν Πανσέληνος. Την σκεφτόμουνα κι ήμουν στενοχωρημένος.
Κατέβηκα τα σκαλοπάτια, κι έκατσα σε μια πέτρα δίπλα της και άρχισα να της λέω πόσο πολύτιμη είναι για μένα, πόσο την αγαπάω, να την χαϊδεύω, να της μιλάω τρυφερά κλπ.
Από την άλλη μέρα η ροδιά άρχισε να γίνεται καλύτερα.
Έγιανε, και τον Σεπτέμβρη πέταξε και εκτός εποχής, πια,δυο τεράστια ρόδια.
Τώρα, δεν ξέρω αν τα φάρμακα βοήθησαν, επίσης, αλλά εγώ αλλιώς το εισέπραξα και αλλιώς το ένιωσα.
Χρόνης Μίσσιος