ΨΑΛΜΟΣ 36
Συνωμοτεῖ ὁ ἀσεβὴς σὲ βάρος τοῦ δικαίου, τρίζει τὰ δόντια του ἐναντίον του. Ὁ Κύριος γελάει μαζί του γιατὶ ξέρει πὼς ἔρχεται τῆς τιμωρίας του ἡ μέρα.

Οἱ ἀσεβεῖς σέρνουν σπαθιά, τεντώνουνε τὰ τόξα τους… Μὰ τὸ σπαθί τους στὴν καρδιά τους θὰ μπεῖ. Θὰ τσακιστοῦν τὰ τόξα τους.

Οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀσεβῶν θὰ ἐξαφανιστοῦν. Οἱ δίκαιοι θὰ κατακτήσουνε τὴ χώρα, σ’ αὐτὴν θὰ κατοικοῦν γιὰ πάντα.

Εἶδα τὸν ἀσεβὴ νὰ ὑπερυψοῦται, νὰ ὑψώνεται σὰν κέδρος τοῦ Λιβάνου. Καὶ πάλι πέρασα, καὶ νά ποὺ δὲν ὑπῆρχε. Τὸν ἀναζήτησα, κι οὔτε ποὺ βρέθηκε.

12 παρατηρήσεται ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον καὶ βρύξει ἐπ᾿ αὐτὸν τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ· 13 ὁ δὲ Κύριος ἐκγελάσεται αὐτόν, ὅτι προβλέπει ὅτι ἥξει ἡ ἡμέρα αὐτοῦ. 14 ρομφαίαν ἐσπάσαντο οἱ ἁμαρτωλοί,

15 ἡ ρομφαία αὐτῶν εἰσέλθοι εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ τόξα αὐτῶν συντριβείη.
ἄνομοι δὲ ἐκδιωχθήσονται, καὶ σπέρμα ἀσεβῶν ἐξολοθρευθήσεται. 29 δίκαιοι δὲ κληρονομήσουσι γῆν καὶ κατασκηνώσουσιν εἰς αἰῶνα αἰῶνος ἐπ᾿ αὐτῆς.

5 εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου· 36 καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐζήτησα αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ